Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

ΠΛΗΘΩΝ - Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ

Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Γεμιστός .
Γεννηθείς εις Κωνσταντινούπολη το 1360 μΧ και απεβίωσε εις Μυστρά το 1452 μΧ.
Δεν ήταν Χριστιανός .
Ηταν Ελλην δωδεκαθεϊστής ,λάτρης του Πλάτωνα και μετέτρεψε το όνομά του σε Πλήθων που σημαίνει ‘είμαι γεμάτος’ , ‘πληθωρικός’.
Είναι ο συνεχιστής της Ελληνικής παράδοσης και της Ελληνικής θρησκείας του δωδεκάθεου μέχρι την πτώση του Βυζαντίου τον ΙΕ αιώνα.
Ο Πλήθων συντήρησε και ανέδειξε την Ελληνική σκέψη σε σκοτεινούς χρόνους για τον Ελληνισμό . Στην ουσία είναι ο συνδετικός κρίκος και τελευταίος Ελληνας φιλόσοφος, της εξελικτικής αρχαίας Ελληνικής σκέψης ,με ενδιάμεσο τον φιλόσοφο Πρόκλο .
Ο Πλήθων αντέδρασε απέναντι στην καταστροφή του Ελληνισμού που ερχόταν. Αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του ως Ελληνας και ως διανοούμενος ,υπέβαλε τις θέσεις του στον Βασιλιά Μανουήλ και στον δεσπότη Θεόδωρο ,με επιστολές και υπομνήματα , προτείνοντας ένα σχέδιο για την ριζική κοινωνικο πολιτική αναδιοργάνωση της Αυτοκρατορίας.
Η βαθύτατη γνώση της Ιστορίας τον οδήγησε στο καταλυτικό συμπέρασμα ,ότι μόνο μία επιστροφή στις ρίζες της αρχαίας θρησκείας ήταν δυνατόν να σώσει τον Ελληνισμό. Αλλά ,παρά το γεγονός ότι αυτή η αναγέννηση δεν θεωρούσε ότι ήταν ασυμβίβαστη με την Ορθοδοξία και τον Χριστιανισμό.
Η καλογερίστικη όμως αντίληψη τον κατηγόρησε ότι επιδιώκει να γίνει ένας καινούργιος Ιουλιανός και να αναστήσει την αρχαία θρησκεία. Στην ουσία βέβαια είχε την αντίληψη ότι ο Χριστιανισμός συμπλήρωσε ένα μεγάλο κύκλο και είχε ανάγκη μιάς γενναίας μεταρρύθμισης.
Διαφορετικά σύντομα θα επικρατούσε στην γή μία καινούργια θρησκεία που λίγο μόνο θα διέφερε απο την αρχαία Ελληνική.

Στην Δύση υπερίσχυσε ο Πλατωνισμός και η αρχαιολατρία , ενώ στην Ανατολή επικράτησε ο Αριστοτελισμός και η Ορθοδοξία
Οι Έλληνες υπήρξαν οι δημιουργοί των πάντων .
Tου κακού και του καλού .
Της Δύσεως και της Ανατολής.
Αυτό που ονομάζουμε Δύση και δυτικό πολιτισμό ,δεν υπήρχε πρίν απο 500 χρόνια, προ του ΙΕ αιώνα.
Την Δύση και τον Δυτικό πολιτισμό τα ίδρυσε ο Πλήθων.
Με την ίδρυση του νεο Ελληνικού κράτους των Αθηνών ,μετά το 1821 και την δολοφονία του Καποδίστρια το 1831 ,το δυτικό μοντέλο του Πλήθωνα αναπτύχθηκε και στην Ελλάδα ,με τον Πλατωνισμό ,την αρχαιολατρία και την υποβόσκουσα εχθρότητα κατά της Ορθοδοξίας.
Έτσι το προϊόν της Ελληνικής σκέψης του Πλήθωνα προτάθηκε στην Ελλάδα ως Φραγκικό, αυτό που ονομάσθηκε Δυτικοποίηση.

Ο Βέλγος Francois Masai λέει για τον Πλήθωνα.
Η Θρησκεία δεν είναι για τον Πλήθωνα παρά το αποτέλεσμα τετράγωνης λογικής (raison raisonnate) και μάλιστα υπό την πλέον κυνική της μορφή.
Τον πολιτικό ρεαλισμό (raison d’ Etat) . H μόνη αποστολή που της έχει ανατεθεί μέσα στο σύστημα είναι να διαμορφώσει τους πρακτικούς μύθους της επισήμου προπαγάνδας.

Ο Delatte γράφει για τους Προσωκρατικούς .
Ενώ για τον Πλάτωνα και τους σοφούς της Αρχαιότητας ,μία ενθουσιώδης διάθεση δημιουργεί και δίδει ζωή στην θρησκεία ,αυτό δεν συμβαίνει με τον Πλήθωνα, που είναι δημιουργός της ratio της Ιταλικής Αναγεννήσεως ,μια έννοια που παραμορφώνει την ελληνική έννοια του ορθολογισμού.
Η διολίσθηση της δυτικής κοινωνίας προς την ρασιοναλιστική και τεχνολογική τερατουργία έχει τις ρίζες της στην κακοχωνευμένη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων. Και υπεύθυνος γι΄ αυτό ,είναι ο δάσκαλος ο Πλήθων. Συνεπώς εάν ο δυτικός μαθητής ήταν κακός ,αυτό είναι επειδή ο δάσκαλος ο Πλήθων ήταν κακός ,μέσω της ευρείας διαδόσεως ,παντού στην Δύση , της φιλοσοφίας του, που εδίδαξε η Πλατωνική Ακαδημία ,στην Φλωρεντία απο το 1459.
Δεν φταίει ο Πλάτων για την κατάντια της Δύσης αλλά ο Πλήθων και ο Μακιαβέλι είναι στην κυριολεξία ο Πληθωνικός Φρανκεστάϊν .
Στην θέση της ελληνικής αρμονίας τοποθέτησαν τον αμείλικτο ... πολιτικό ρεαλισμό (raison d’ Etat)

Οι θέσεις και τα πιστεύω του Πλήθωνα.
Α - Πολιτισμικά και φιλοσοφικά ως Πλατωνιστής ,ήταν Λατινόφιλος .
Β - Εθνικά διαφωνούσε με τους Λατινόφιλους.
Δηλαδή διαφωνούσε με την Ενωση των Εκκλησιών ,που σήμερα ονομάζεται Ουνία.
Ο Πλήθων υπέρ της ανεξαρτησίας της Ορθοδοξίας και της εκκλησίας της Κωνσταντινοπόλεως.
Γ - Πολιτικά σε εποχή που οι Βυζαντινοί ήταν διχασμένοι μεταξύ μίας μειονότητας Λατινό φιλων και πλειοψηφίας Τουρκό φιλων , ο Πλήθων πήρε την θέση υπέρ των Τουρκόφιλων.
Δ - Θρησκευτικά παρά το γεγονός ότι ήταν δώδεκα θεϊστής , πίστευε στην ανεξιθρησκεία.
Ο Πλήθων θεωρούσε τους Τούρκους , Πέρσες και την αντιδικία Ελλήνων και Τούρκων ,ως την συνέχιση των Περσικών Πολέμων της αρχαιότητας .
Ε - Υπήρξε πολέμιος της έννοιας της οικουμενικής πολυεθνικής αυτοκρατορίας , όπως εφαρμόσθηκε από τους Ρωμαίους , τους Βυζαντινούς και τους Οθωμανούς. Είναι ο ιδρυτής της Ευρωπαϊκής ιδέας του κράτους που εξελίχθηκε στο σημερινό εθνο κράτος.

Σήμερα ,έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ιεράρχες της Εκκλησίας μας και της Ρωμαιο Καθολικής Εκκλησίας να είναι μασόνοι ή αρχαιολάτρες ή και τα δύο που ενοχλεί την καλή φήμη και των δύο εκκλησιών.
Η αφετηρία αυτού του ρεύματος που έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις επί των ημερών μας, χρονολογείται από τον Πλήθωνα και την δράση του στον Μυστρά.
Στον Μυστρά λοιπόν συνέστησε έναν μυστικό σύλλογο μία δωδεκαθεϊστική φατρία , δηλαδή μία αδελφότητα , που επηρέασε και ιεράρχες της Εκκλησίας. Αυτός ο σύλλογος έμεινε στην ιστορία ως η ‘φατρία των Ελλήνων’.
Ιδρύουν ιδιωτικές βιβλιοθήκες για να σωθούν τα έργα των Κλασσικών που καταστρεφόταν απο τους φανατικούς Πατριάρχες .Καλλιεργούν την ελληνική γλώσσα ,ως απαραίτητη προϋπόθεση δια την επιστροφή,κάποτε στην πατρογονική ιδεολογία και θρησκεία ,και κατορθώνουν να επιβάλουν καθ΄ όλον τον βίον του Βυζαντίου την αττική γλώσσα και να μήν επιτρέψουν την εκβαρβαρισμένη δημώδη να φθάσει στους λογίους κύκλους. Ομάδες ελληνολατρών ιδρύουν μοναστήρια για να κρύψουν εκεί τα βιβλία και την διδασκαλία των Κλασσικών.
Η προσπάθεια αυτών των κύκλων για βαθμιαία επάνοδο της αυτοκρατορίας στις παραδοσιακές αξίες αποδίδει σταδιακά καρπούς . Μιλούν για τον ελληνικό γονιδιακό , θα λέγαμε σήμερα εθνισμό και επιτέλους ο τελευταίος αυτοκράτορας λέει χωρίς ντροπή ότι είναι Ελληνας.
Συγχρόνως , η μερίδα αυτή των Ελλήνων στο φρόνημα και την θρησκεία ,βλέποντας με σπαραγμό ψυχής την τουρκική απειλή και την συνθηκολόγηση της Χριστιανικής ηγεσίας
(Το Αγιον Ορος συνομολογεί επωφελή συνθήκη με τους Οθωμανούς ήδη στο 1371)
αισθάνεται τόσο ισχυρή ,ώστε εμφανίζεται δημοσία δια του Πλήθωνος και δηλώνει ευθέως ότι
εάν θέλουμε να έχει μέλλον η αυτοκρατορία ,οφείλουμε να αλλάξουμε τους Νόμους και την Θρησκεία.
Η αντίδραση των Χριστιανών και των Οθωμανών υπήρξε λυσσαλέα.
Ομως παρά τις αντιξοότητες και το πλήθος των αντιδρόντων , η ελληνίζουσα άρχουσα τάξη κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει κατά την Οθωμανική περίοδο αλλά και να μεγαλουργήσει .
Η τάξη δε αυτή καλλιεργούσα και την γλώσσα και την αρχαιολατρεία ,ήταν έτοιμη ανά πάση στιγμή για την μεγάλη ευκαιρία.
Η επιτυχία του Διαφωτισμού υπήρξε ολοκληρωτική ενώ αντιθέτως αποδείχθε μάταια η σθεναρή αντίδραση των Ορθοδόξων Χριστιανών , οι οποίοι έφθασαν στο σημείον να λοιδωρήσουν το μαρτύριο του Ρήγα.

*********************
Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γράφει σχετικά...
Η πτώση της Πόλης το 1453 σημαδεύει το τέλος της κάποτε παγκόσμιας και οπωσδήποτε πρώτης ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας,καθώς και το τέλος για την Δύση των λεγομένων μέσων χρόνων ,δηλαδή του Μεσαίωνα.Είναι η δύση της Ανατολής που εσήμανε την ανατολή της Δύσης.Ενωτικοί και ανθενωτικοί θα συνεχίσουν αδιάπτωτοι τον αγώνα τους με νέες μορφές παρά την αντιξοότητα των καιρών.Στα αναθέματα απο την Εκκλησία -Ζ Σύνοδος- κατά των Ελλήνων δηλαδή των αρχαιοελληνικών γραμμάτων ύστερα απο λίγους αιώνες αντιστοιχεί ο αναθεματισμός απο τον Σχολάριο του Κωνσταντίνου Παλαιολογου μαχόμενου στις επάλξεις της Κωνσταντινούπολης κατά των Οθωμανών ,η καταδίκη του Πλήθωνα πάντα απο τον Σχολάριο και ότι κάποια αντιστοιχία πρέπει επίσης να υπάρχει στην καταδίκη απο τον Γρηγόριο Ε του έργου του Ρήγα Φερραίου και του Βολταίρου ,και ίσως στην αντιμαχία που υποβόσκει στις μέρες μας μεταξύ αντιευρωπαιστών και των ευρωλιγούρηδων ,όπως θα έλεγε ο Ζουράρις...
Ανάθεμα λοιπόν τοις τα Ελληνικά διεξιούσι μαθήματα και ταις δόξαις αυτών,ανάθεμα τοις τας πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις ,ανάθεμα τους παραδίδουσι τα μάταια ελληνικά ρήματα,χαίρε η διασπώσα τας των Αθηναίων πλοκάς.
όταν παράλληλα ο Πλήθωνας και οι οπαδοί του επρέσβευαν δειλά την επιστροφή στην λατρεία του Ολυμπιακού Πανθέου.Ιδού η ρίζα θα έλεγα της ελληνικής σχιζοφρένειας .Να φέρεται δηλαδή ο τόπος ανερμάτιστος ,μάλλον έρμαιο ,ανάμεσα στους δύο θεμελιώδεις μύθους του γένους , θεμελιώδεις αλλά αμόνοιαστους. Την αρχαιότητα και την Ορθοδοξία ,τον Περικλή και το Βυζάντιο.Τον διαφωτισμό που πρεσβεύει η κλασικοθρεμμένη Ευρώπη και τον ησυχασμό που διδάσκει η σωτήρια ορθόδοξη άσκηση.Σε διελκυστίνδα η πορεία του Ελληνισμού μετά την Βυζαντινή αντιλατινική εμπειρία που δεν έπαψε να τρέφει τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα.
*******************

Όταν απεβίωσε ο Πλήθων ,το 1452, ο πιστός μαθητής του, πρώην ορθόδοξος μοναχός και μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων (γεννηθείς στην Τραπεζούντα το 1403) και απεβίωσε στην Ιταλία και ήταν καρδινάλιος του πάπα,έστειλε από την Ρώμη ,συλλυπητήρια επιστολή στους υιούς του πνευματικού του πατέρα του, που έλεγε τα εξής εκπληκτικά.

Βησσαρίων ,καρδινάλιος ,προς Δημήτριον και Ανδρόνικον ,υιούς του σοφού Γεμιστού , χαίρετε.
Έμαθα πως ο κοινός μας πατήρ και δάσκαλος παρέδωσε κάθε γήινο στοιχείο και ανελήφθει εις τους ουρανούς ,στην μακαρία κατοικία για να χορεύσει τον μυστικό Ίακχο
(όνομα του Διονύσου και του σχετικού ύμνου των Ελευσινίων μυστηρίων) με τους Ολυμπίους θεούς ...
Η ψυχή του Πλάτωνος - η οποία υπεχρεώθει να υπηρετήσει ,λόγω των αναντίρρητων βουλών της Ειμαρμένης ,και να εξαργυρώσει την αναγκαία της επιστροφή.- είναι αυτή που εστάλει επί της Γής για να παραλάβει μαζί της το σώμα και την ζωήν του Γεμιστού.

Λόγια περίεργα για έναν χριστιανό επίσκοπο ,έστω και καθολικό , ο οποίος πιστεύει στην μετενσάρκωση και στα αρχαία διονυσιακά Ελευσίνια μυστήρια.
O Bησσαρίων όμως στην Ιταλία συνέχιζε να ανήκει μυστικά στην δωδεκαθεϊστική φρατρία του Πλήθωνος που πλέον ονομάζεται Πλατωνική Ακαδημία.
Η έμπνευση της μυστικής φρατρίας ξεκινά από τον αυτοκράτωρα του Βυζαντίου Ιουλιανού.
Μέγας για τους Έλληνες ο οποίος έβλεπε με αποστροφή τα ανήκουστα εγκλήματα των πρώτων χριστιανών αυτοκρατόρων.
Παραβάτης ή Αποστάτης για τους Ορθόδοξους.
Κάθε βράδυ , οι δωδεκα θεϊστές του Μυστρά αφού είχαν προσευχηθεί στους θεούς άκουγαν τον Πλήθωνα να ψέλνει . Ω φράτορές τε και άλλοι οικείοι ...
Το βιβλίο της φρατρίας ήταν το μυστικό βιβλίο του Πλήθωνος που σήμερα είναι δημοσιευμένο και έχει τίτλο ... Πλήθωνος Νόμων συγγραφή ... Και που αρχίζει
Η βίβλος αυτή περιέχει την θεολογία κατά Ζωροάστρην και Πλάτωνα.

************************

22ος ΥΜΝΟΣ ΠΛΗΘΩΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥΣ
Μη υμίν εσθλών την χαράν, ώ Μάκαρες Θεοί, ειδώς παυσαίμην,
τα τε μοι δια υμέων σύμπαντ’ εστίν ηδ’ αιέν γέγονεν,
τών δώτης δη ύπατος Ζευς.
Μη κοινού αγαθού γένεος ολιγωρήσαιμι του μου,
ότου τις μοι δύναμις.
Πρόφρων δε το κοινόν δρων ευ, τουθ’ άμα
και εμόν ειδοίην μεγ’ όνειαρ.
Μη κακού, ω κεν εκάστοτε συμβάλλοι,
γιγνοίμην αίτιος ανθρώπων,
αγαθοίο δε, η κε δυναίμην, ως μάκαρ ύμμιν
εϊσκόμενος κ’αγώ γιγνοίμην.


Ας μην παύσω ώ Μάκαρες Θεοί, να σας χρωστώ ευγνωμοσύνη,
για όλα τ' αγαθά που από εσάς λαμβάνω και έχω λάβει
με δωρητή τον Ύπατο Δία.
Ας μην παραμελήσω, αναλόγως της δύναμης μου
το καλό του γένους μου.
Το να υπηρετώ πρόθυμα το κοινό καλό, αυτό ας θεωρώ
και δικό μου μεγάλο όφελος.
Ας μην γίνομαι αίτιο κανενός κακού,
από αυτά που τυχαίνουν στους ανθρώπους,
αλλ’ αγαθού, όσον δύναμαι, ώστε να γίνομαι κι εγώ ευτυχής,
ομοιάζοντας σ’ εσάς.

***********************

Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΗΘΩΝΑ
«Οι πολύθεοι»
Μακαρισμένος εσύ που μελέτησες
να τον ορθώσης απάνω στους ώμους σου
το συντριμμένο ναό των Ελλήνων!
Του Νόμου τ’ άγαλμα σταίνεις κορώνα του,
στις μαρμαρένιες κολώνες του σκάλισες
τους λογισμούς των Πλωτίνων.
Είδες τον κόσμο κι ατέλειωτο κι άναρχο
ψυχών και θεών, μαζί κύριων και υπάκουων,
σφιχτοδετά κρατημένη αρμονία
και των καπνών και των ίσκιων τα είδωλα
παραμερίζοντας όλα, ίσα τράβηξες
προς την Αιτία
και σε κρυψώνα ιερό, και σωπαίνοντας
έσπειρες, έξω απ’ το μάτι του βέβηλου,
κ’ έπλασες λιόκαλη εσύ σπαρτιάτισσα
τη θυγατέρα σου την Πολιτεία.
Στους χριστιανούς τους μισόζωους ανάμεσα
ξαναζωντάνεψες Ολυμπους άγνωρους,
έθνη καινούριων αθανάτων κι άστρων
μέσα σε σένα Λυκούργοι και Πλάτωνες
απαντηθήκαν, το λόγο ξανάνιωσες
των Ζωροάστρων.
Κι αφού το τέκνο μεγάλωσες, ένιωσες
τότε μονάχα την κούραση, κ’ έγυρες
ζωή κατόχρονη ισόθεης σκέψης,
κι αλαφροπήρε σε ο θάνατος κ’ έφυγες
το μυστικό, τρισμκάριε, τον ίακχο
με τους Ολύμπιους θεούς να χορέψης.
Σοφός, κριτής και προφήτης μας μοίρασες
από το γάλα που εσένα σε πότισε
της Ουρανίας Αφροδίτης η ρώγα.
Του κόσμου αφήνεις το τέκνο, το θάμα σου
μα ο μισερός κι ο στραβός κι ο ζηλόφτονος
λυσσομανάει και το ρίχνει στη φλόγα.
Όμως ο αέρας τριγύρω στη φλόγα σου
πνοή σοφίας κι αλήθειες πνοή γίνεται,
κι από τη θράκα της φλόγας πετάχτη
στον ήλιο ολόισα ένας νους μεγαλόφτερος
τ’ αποκαίδια σου κρύβουμε γκόλφια μας,
και θησαυρός της φωτιάς σου είν’ η στάχτη!

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ - Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ

Τίποτα σχεδόν δεν γνωρίζουμε για τη ζωή του Ηράκλειτου ούτε και μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τις κυριότερες χρονολογίες της.
Αυτό, όμως, που μπορούμε ίσως να κάνουμε, είναι να δεχτούμε όσα μας λέει ο Απολλόδωρος, ότι δηλαδή ο Ηράκλειτος βρισκόταν στην ακμή του κατά την LXIX Ολυμπιάδα, το 500, με άλλα λόγια, περίπου π.Χ., όταν βασιλιάς των Περσών ήταν ο Δαρείος ο 1ος.
Ο Ηράκλειτος ανήκε σε μια εξαιρετικά διακεκριμένη αριστοκρατική οικογένεια της Εφέσου• φαίνεται, μάλιστα, πως σε όλη του τη ζωή διατήρησε κάποιο αίσθημα περιφρόνησης έναντι των ανθρώπων, λεπτομέρεια έκδηλη σε ορισμένα αποσπάσματα του, όπου στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη των συμπολιτών του.
Κάποια παράδοση τον θέλει μελαγχολικό χαρακτήρα ενώ ορισμένοι χριστιανοί, άρα αρκετά μεταγενέστεροι, συγγραφείς ισχυρίζονται πως διώχθηκε για αθεϊσμό. Για τους δασκάλους του δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα•
από ορισμένους μάλιστα θεωρήθηκε μαθητής του Ξενοφάνη: το πιθανότερο, όμως, είναι πως ο τελευταίος είχε ήδη εγκαταλείψει την Ιωνία όταν γεννήθηκε ο Ηράκλειτος.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε διαβάσει το ποίημα του και να γνώριζε τις κοσμολογίες των Μιλησίων, εφόσον μας λέει (απ. 38) πως ο Θαλής υπήρξε ο πρώτος αστρονόμος. Μνημονεύει ακόμα τον Πυθαγόρα (απ. 81) και τον Εκαταίο. Είναι πιθανόν, τέλος, ο Παρμενίδης να γνώριζε το έργο του Ηράκλειτου, που πρέπει να ήταν είκοσι πέντε χρόνια μικρότερος του.
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τον τίτλο του έργου του Ηράκλειτου•
σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, που απαριθμεί μάλιστα περισσότερους, το βιβλίο αυτό θα πρέπει να διαιρείτο σε τρία μέρη: το πρώτο πραγματευόταν το σύμπαν, το δεύτερο την πολιτική και το τελευταίο θεολογικά ζητήματα.
Ο Διογένης Λαέρτιος μας μεταφέρει διάφορες, δίχως ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μυθικές εκδοχές του θανάτου του Ηράκλειτου, γεγονός που χρονολογείται γύρω στα 70 π.Χ.
Το έργο του Ηράκλειτου δεν μας είναι γνωστό παρά μέσω βραχύλογων αποσπασμάτων από πολύ νωρίς ήδη, ο φιλόσοφος περιβλήθηκε τη φήμη του εξαιρετικά δυσνόητου, σε σημείο που να επονομαστεί τελικά Σκοτεινός.
Η ασάφεια αυτή οφείλεται ίσως στο γεγονός πως το βιβλίο του γράφτηκε στην ιωνική διάλεκτο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται, όπως το είχε επισημάνει ήδη ο Αριστοτέλης, πολυάριθμα γραμματικά ζητήματα. Πολλοί είναι, ωστόσο, αυτοί που ισχυρίζονται πως το σκοτεινό ύφος του Ηράκλειτου ήταν ηθελημένο, καθώς κι ότι ο Εφέσιος πρέπει να κατέ φύγε στον ερμητισμό, ώστε να είναι καταληπτός μόνο από έναν περιορισμένο αριθμό μυημένων ο ίδιος ο Σωκράτης άλλωστε ομολογούσε πως, για να διαβάσει τέτοιο βιβλίο δίχως να πνιγεί μέσα του, θα χρειαζόταν τη βοήθεια ενός δεινού «Δηλίου κολυμβητή».
Ο Ηράκλειτος λοιπόν καταγράφηκε στην ιστορία ως «αινιγματοπλόκος»•
ίσως, όμως, αυτό να συνέβη κατά κάποιο τρόπο παρά τη θέληση του.
Στη πραγματικότητα, εμφανίζεται ως άγγελος ενός Λόγου που τον υπερβαίνει και του οποίου ο ίδιος δεν είναι παρά το σκεύος•
έτσι λοιπόν η φωνή του, σαν της Σίβυλλας, για την οποία, άλλωστε, κάνει κι ο ίδιος λόγο, διέσχισε τους αιώνες, για να φθάσει ως εμάς και να μας προσφέρει πολύ περισσότερα από απλά ευσύνοπτα φθέγματα, εξαντλούμενα σ’ ένα και μοναδικό νόημα και κατανοούμενα μια για πάντα.
Τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου μιλούν, θα μπορούσαμε να πούμε, ατελεύτητα και ποτέ δεν θα πάψουν να μας μεταδίδουν νόημα: καμιά ερμηνευτική απόπειρα δεν θα μπορούσε να τα εξαντλήσει, να τα διασαφηνίσει και να θέσει ένα οριστικό τέλος στο πρόβλημα της ερμηνείας τους•
αυτός ο ίδιος ο βραχυλογικός τους χαρακτήρας πηγάζει από τον αγώνα της έκφρασης να κατακτήσει μια θέση μεταξύ του «μηδενός» και του «όλου».
Αποδεσμεύτηκε από τη σιωπή, αλλά μη μπορώντας να τα πει όλα, συνδέθηκε μ’ ένα νόημα, ανεξάντλητο καθεαυτό, μέσα στις λέξεις του. Αυτός είναι ο λόγος που τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου δεν παύουν να μας μιλούν: είναι τα τεκμήρια της ίδιας της χρονικότητας, που δεν θα πάψουν συνεπώς ποτέ να αναπηδούν μέσα στον δικό μας χρόνο.

Ι. Ο Λόγος
Ο Λόγος, που επικαλείται ο Ηράκλειτος, είναι ένα υπερβατικό ρήμα, το οποίο ο φιλόσοφος καλείται να ερμηνεύσει. Ο Λόγος που απευθύνεται στον Ηράκλειτο είναι ακριβώς το νόημα που κατέρχεται ως αυτόν εν είδει ενός μηνύματος προς μετάδοση: «Όχι εμένα αλλά το λόγο αφού ακούσετε, είναι σοφό να ομολογήσετε ότι Ένα τα πάντα…» (απ. 50).
Ο Λόγος είναι αυτός που «τα πάντα γίνονται σύμφωνα μ’ αυτόν» (απ. 1), αυτός «που τα κυβερνάει όλα» (απ. 72) κι ακόμα αυτός που κρύβεται μέσα στη ψυχή (απ. 45). Τα βάθη όμως από τα οποία προέρχεται μας τον κάνουν σχεδόν απρόσιτο: «Στον πηγαιμό σου δεν θα βρεις τα πέρατα της ψυχής, απ’ όλους τους δρόμους κι αν περάσεις•
τόσο βαθύ λόγο περιέχει» (απ. 45).
Μοιάζει με τη Σίβυλλα που, με μανιασμένο στόμα, λέει λόγια αγέλαστα, ακαλλώπιστα κι αφτιασίδωτα, «με τη φωνή της διασχίζει χιλιάδες χρόνια, με τη βοήθεια του θεού» (απ. 92). Όπως ακριβώς η προφητεία μας μιλά χωρίς να μας λέει συγκεκριμένα το ένα ή το άλλο, έτσι και ο Λόγος μας μεταδίδει ένα νόημα που σε μας απόκειται να αποκρυπτογραφή σουμε, στο μέτρο πάντα των δυνατοτήτων μας.
Γνωρίζουμε πως «ο άρχοντας, που δικό του είναι το μαντείο στους Δελφούς, ούτε λέει ούτε κρύβει αλλά σημαίνει» (απ. 93)•
τα λόγια του εξακολουθούν να είναι μυστηριώδη για τον άνθρωπο, παρ’ ότι σ’ αυτόν απευθύνονται.
Το ίδιο συμβαίνει και στις σχέσεις των ανθρώπων με το Λόγο:
«Παρ’ ότι τον λόγο, αυτόν που όλα τα κυβερνά, τον συναναστρέφονται αδιάκοπα, έχουν διαφορές μ’ αυτόν, κι όσα συναντούν κάθε μέρα τους φαίνονται ξένα» (απ. 72). Αν και παρόντες, οι άνθρωποι είναι σα να απουσιάζουν, μοιάζουν με κουφούς (απ. 34)•
γι’ αυτό και ο Ηράκλειτος μας λέει:
Αν κι ο λόγος αυτός είναι αιώνιος, οι άνθρωποι γίνονται ασύνετοι, και πριν τον ακούσουν κι αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά’ γιατί ενώ τα πάντα γίνονται σύμφωνα μ’ αυτόν το λόγο, οι άνθρωποι μοιάζουν άπειροι ακόμα κι όταν καταπιάνονται και με λόγια και με έργα τέτοια σαν αυτά που εγώ διηγούμαι, διαιρώντας το καθένα κατά τη φύση του και λέγοντας το όπως έχει•
οι άλλοι όμως άνθρωποι ξαστοχούν όσα κάνουν ξύπνιοι, όπως λησμονούν όσα κάνουν στον ύπνο τους (απ. 1).
Το δράμα της ανθρώπινης συνθήκης οφείλεται στο ότι «ενώ ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν μια δικιά τους φρόνηση» (απ. 2). Υπάρχει, λοιπόν, ταυτόχρονα, μια παρουσία αλλά και μια απόσταση αυτού, δια μέσου του οποίου ο άνθρωπος είναι σε θέση να υπερβεί τον εαυτό του και να φθάσει στην αυτοσυνείδηση. Γιατί «το ανθρώπινο ον δεν έχει σοφίες, το θείο όμως έχει» (απ. 78).
Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως υπάρχει ένα μυστικό του ανθρώπου, και με τις δύο σημασίες που εγκλείει ο ονοματικός προσδιορισμός: υπάρχει ένα μυστικό που ανήκει στον άνθρωπο, αλλά όμως το μυστικό αυτό είναι και το μυστικό που τον αφορά. Οι άνθρωποι δυστυχώς «δεν ξέρουν ούτε να ακούνε ούτε να μιλούν» (απ. 19), ζουν μέσα στο επιφαινόμενο (απ. 17) και τρέφονται απ’ αυτό: «εξαιτίας της απιστίας / τα πιο πολλά από τα θεία πράγματα / τους διαφεύγουν και δεν γίνονται γνωστά» (απ. 86): ωστόσο «η φρόνηση είναι σ’ όλους κοινή» (απ. 113) και «όλοι οι άνθρωποι έχουν μερίδιο στην αυτογνωσία και τη σωφροσύνη» (απ. 116). Το ουσιώδες λοιπόν είναι «η πειθαρχία στη βούληση Ενός» (απ. 33) και το ότι «αντλούμε δύναμη απ’ αυτό που είναι σε όλους κοινό» (απ. 114). Ο Ηράκλειτος όμως το λέει ξεκάθαρα:
«Αν δεν ελπίζεις, δεν θα βρεις το ανέλπιστο, γιατί είναι ανεξερεύνητο κι αδιάβατο» (απ. 18).
Ο Λόγος λοιπόν είναι ταυτόχρονα, και κατά έναν παράδοξο τρόπο, ένα υπερβατικό νόημα και μια σημασία εμμενής στον άνθρωπο.
Ο Λόγος εγκαθίσταται στη καρδιά του σχίσματος, που διαμελίζει τον άνθρωπο σε απολιπόν Είναι και ύπαρξη που τον συγκροτεί•
η συνθήκη του άρα δεν μπορεί να ‘ναι άλλο από τραγική.

ΙΙ. Ο πόλεμος και η αρμονία των αντιθέτων
Τραγικός στοχαστής εμφανίζεται κατ’ εξοχήν ο Ηράκλειτος στη θεωρία του για τον πόλεμο και τη σύγκρουση, που αποτελεί μια από τις σημαντικότερες θεματικές του κοσμολογικού οράματος του. Κατά τον Ηράκλειτο, η φύση αγαπά τις αντιθέσεις και ξέρει να χειρίζεται τη σύνθεση τους για να παράγει την αρμονία. Αυτή όμως, η κερδισμένη μ’ αντίτιμο τη σύγκρουση, ενότητα διατηρείται ως ένταση μεταξύ αντίρροπων στοιχείων, που τείνουν συνεχώς να αποχωρισθούν το ένα από το άλλο ή να αλληλοκαταστραφούν. Σ’ ένα σύγγραμμα, που στο παρελθόν είχε αποδοθεί εσφαλμένα στον Αριστοτέλη, το Περί κόσμου, βρίσκουμε το ακόλουθο, ηρακλείτειας, αναμφίβολα, έμπνευσης, χωρίο, που κλείνει άλλωστε με παράθεση του Εφέσιου:
Αγαπάει και η φύση τα αντίθετα, και μ’ αυτά, όχι με τα όμοια, δημιουργεί τη συμφωνία’ έτσι γίνεται και ενώνει, λόγου χάρη, το αρσενικό με το θηλυκό, όχι όμως και το κάθε ον με το όμοιο του, και πραγματώνει την πρώτη ομόνοια με την ένωση των αντιθέτων κι όχι των ομοίων. Φαίνεται πως και η τέχνη κάνει το ίδιο, με το να μιμείται τη φύση.
Η ζωγραφική, αναμειγνύοντας τα άσπρα και τα μαύρα χρώματα, τα κίτρινα και τα κόκκινα, πετυχαίνει να συμφωνούν οι εικόνες με το μοντέλο.
Η μουσική, συνδυάζοντας τους ψηλούς ήχους με τους χαμηλούς, τους μείζονες και τους ελάσσονες, με διαφορετικές φωνές, δημιουργεί μια μοναδική αρμονία.
Η γραμματική με τη μείξη των φωνηέντων και των συμφώνων χτίζει όλη της την τέχνη. Αυτό υποστήριξε και ο Ηράκλειτος, ο επονομαζόμενος Σκοτεινός:
«Οι συνδέσεις γίνονται από όλα κι από τα όχι όλα, ομόνοια-διχόνοια, συμφωνία-ασυμφωνία: απ’ όλα γεννιέται το Ένα και από το Ένα όλα» (απ. 10). Έτσι «τα αντίθετα ταιριάζουν, απ’ τις διαφορές γεννιέται η ωραία αρμονία. Τα πάντα γίνονται με την πάλη» (απ. 8).
Θα πρέπει λοιπόν να διακηρύξουμε μαζί του πως «ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων» (απ. 53): ο πόλεμος είναι συμπαντικός, η ίδια η δικαιοσύνη, στο μέτρο που τείνει να εναρμονίζει τα αντίθετα δεν είναι παρά πάλη.
Τα πάντα γεννώνται μέσα από τη σύγκρουση και την αναγκαιότητα (απ. 80). Αυτή η πάλη των αντιθέτων, κατά βάθος, δεν είναι άλλο από αυτή την ίδια την τραγωδία, που αντιπαραθέτει το Ένα στην πολλαπλότητα και τα πολλά στο Ένα.
Πράγματι, εφόσον τα πάντα γεννώνται από το Ένα και το Ένα από τα πάντα, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης είναι, λοιπόν, που η πολλαπλότητα ξεπηδά από το Ένα, που την γενννά και το οποίο αυτή αποχωρίζεται•
κι είναι, ακριβώς, μέσα από μια άλλη σύγκρουση που η πολλαπλότητα τείνει να αρνηθεί τον εαυτό της και να ανακαλύψει και πάλι το αντίθετο της που, παρ’ ότι γεννημένη μέσα του, κάποτε εγκατέλειψε.
Συνεπώς «ο δρόμος που ανεβαίνει κι αυτός που κατεβαίνει είναι ένας και αυτός» (απ. 60), η Ταυτότητα διατρέχει τη Διαφορά και Διαφορά εγκαθίσταται στην ίδια την καρδιά της Ταυτότητας. Εξού και η ιδέα πως και «μέσα μας είναι το ίδιο: ζωντανό και νεκρό, ξύπνιο και κοιμισμένο, νέο και γηραιό• γιατί αυτά, όταν μεταβάλλονται, γίνονται εκείνα εκεί κι εκείνα, όταν με τη σειρά τους μεταβάλλονται, γίνονται αυτά» (απ. 88).
Η ενότητα άρα συγκροτείται από αντίρροπες τάσεις και ο βρυχηθμός των αντιθέτων στοιχειώνει την καρδιά της αρμονίας: «Δεν καταλαβαίνουν πως αυτό που αντιτίθεται στον εαυτό του βρίσκεται ταυτόχρονα σε αρμονία με τον εαυτό του, ακριβώς όπως οι αντίθετες εντάσεις του τόξου και της λύρας» (απ. 51). Η ηρακλείτεια φιλοσοφία του Λόγου, τραγική ήδη στην ουσία της, προεκτείνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε μια φιλοσοφία του σπαραγμού που, αν επιμένει στη λανθάνουσα αρμονία και την ειρήνη του βάθους, υπογραμμίζει ωστόσο έντονα τις χίλιες και μια όψεις του πολέμου, που τα αντίθετα, πράγματα ή όντα, διεξάγουν στην επιφάνεια.

III. Το γίγνεσθαι
Ο ηρακλειτισμός υποβιβάζεται συνήθως σε μια φιλοσοφία του γίγνεσθαι, που αντιπαρατίθεται μ’ έναν λίγο πολύ σχηματικό τρόπο στην ελεατική φιλοσοφία του Είναι και τις διάφορες στατικές οντολογίες. Γνωρίζουμε βέβαια πως ο Χέγκελ και ο Νίτσε, από εντελώς διαφορετική οπτική σκοπιά, θα διεκδικήσουν τον Ηράκλειτο ως δικό τους πρόδρομο, καθώς κι οι δυο τους αντικρίζουν στο πρόσωπο του τελευταίου αυτόν που διακήρυξε με τον πλέον σαφή τρόπο πως δεν υπάρχει Είναι παρά χάριν του γίγνεσθαι. Όταν όμως γίνεται λόγος για το γίγνεσθαι στον Ηράκλειτο, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε όσα έγραψε για το Λόγο, διότι κινδυνεύουμε να διαστρέψουμε το νόημα και την εμβέλεια αυτού που πραγματικά θέλησε να πει.
Είναι αλήθεια πως η φιλοσοφία του Ηράκλειτου δεν έχει τίποτα το κοινό με μια στατική οντολογία, που θα αρκεί το να διακηρύσσει, όπως θα το κάνει ο Παρμενίδης, πως το Είναι είναι και το Μη Είναι δεν είναι•
αλλά όμως το γίγνεσθαι, για το οποίο μας μιλά ο Ηράκλειτος, απέχει πολύ κι από το να είναι απλώς μια κινησιοκρατία (mobilisme), που μας βεβαιώνει ότι δεν υπάρχει παρά μόνο κίνηση και τίποτε άλλο.
Είναι γνωστή η περίφημη εικόνα: «Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι» (απ. 91). Ένας μαθητής του, μάλιστα, υπερθεμάτιζε λέγοντας πως ποτέ δεν μπαίνουμε μόνο μια φορά. Έτσι τα πάντα ρέουν και τίποτα δεν μένει, «στα ίδια ποτάμια μπαίνουν συνεχώς άλλα κι άλλα νερά» (απ. 12).
Μια κοσμοθεωρία, όμως, αυτού του είδους στηρίζεται στην ακατάπαυστη μεταμόρφωση των πραγμάτων, που περνούν και φεύγουν, και των όντων που πεθαίνουν, γιατί το γίγνεσθαι συνίσταται στην αέναη μεταλλαγή των ουσιών που φθείρονται και αναπλάθονται: Δεν μπορούμε να αγγίξουμε δύο φορές μια φθαρτή ουσία που να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, γιατί αποσυντίθεται και ανασυντίθεται μέσα από την ταχύτητα της ίδιας της αλλαγής, ή, μάλλον, δεν αλλάζει και πάλι ούτε μετά, αλλά, την ίδια στιγμή που εμφανίζεται, εξαφανίζεται (απ. 91).
Εντός του γίγνεσθαι ανευρίσκουμε το πεδίο της σύγκρουσης των αντιθέτων: «Το ψυχρό θερμαίνεται, το θερμό ψύχεται, το υγρό ξεραίνεται, το ξερό νοτίζει» (απ. 126). Υπάρχει, κατά συνέπεια, μέσα στο γίγνεσθαι μια σύνθεση κατάφασης και άρνησης, γι’ αυτό και μπορούμε να αποφανθούμε πως: «Στα ίδια ποτάμια μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε» (απ. 49α).
Το γίγνεσθαι όμως, για το οποίο μας μιλά ο Ηράκλειτος, δεν είναι ένα απλό γραμμικό γίγνεσθαι, που θα συνιστούσε την απόλυτη άρνηση του Είναι εκτυλίσσεται, αντίθετα, στο εσωτερικό ενός κύκλου. Αυτό επαληθεύεται, ήδη, από τα ίδια τα φυσικά στοιχεία:
Η ζωή της φωτιάς γεννιέται από το θάνατο της γης, του αέρα από το θάνατο της φωτιάς, του νερού από το θάνατο του αέρα και η γη γεννιέται από το θάνατο του νερού. Ο θάνατος της φωτιάς γεννά τον αέρα και ο θάνατος του αέρα γεννά το νερό. Ο θάνατος της γης φέρνει στον κόσμο το νερό, ο θάνατος του νερού γεννά τον αέρα, ο θάνατος του αέρα γεννά τη φωτιά κι αντιθέτως (απ. 76). Το γίγνεσθαι άρα συγκροτεί έναν κύκλο κι ο κύκλος αυτός είναι ο ίδιος αρμονία, στο μέτρο ακριβώς που πραγματοποιεί την σύμπτωση των αντιθέτων πράγματι, «στην περιφέρεια του κύκλου αρχή και πέρας συμπίπτουν» (απ. 103).
Η εμφάνιση ενός στοιχείου, λοιπόν, μέσα από τους κόλπους ενός καθαρού κι απόλυτου γίγνεσθαι δεν είναι το παν, εφόσον αφ’ ενός εξακολουθεί ο κυβερνών τα πάντα Λόγος, αφ’ ετέρου το γίγνεσθαι αυτό εκτυλίσσεται στο εσωτερικό ενός κύκλου, συνεχόμενο από ισχυρούς δεσμούς. Αν αδυνατούμε να αντιληφθούμε με την πρώτη ματιά αυτόν τον κύκλο, αυτό συμβαίνει κατ’ αρχή ν γιατί «η φύση αγαπά να κρύβεται» (απ. 123) κι έπειτα γιατί, το ‘πάμε ήδη, είμαστε ανίκανοι να δούμε πραγματικά ό,τι εμφανίζεται ενώπιον μας.
Ας μην το ξεχνάμε, αν «ο ωραιότερος πίθηκος είναι άσχημος, όταν παραβάλλεται με το γένος των ανθρώπων» (απ. 82), «ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με τον θεό, φαίνεται πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ’ όλα τα άλλα» (απ. 83).
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως η φιλοσοφία του Ηράκλειτου είναι μάλλον μια φιλοσοφία του επανέρχεσθαι (revenir) παρά του γίγνεσθαι (devenir) με την κλασική έννοια του όρου: το περί ου ο λόγος γίγνεσθαι δεν αποτελεί σε τελική ανάλυση ένα γίγνεσθαι του Είναι αλλά ένα γίγνεσθαι εντός του Είναι. Δεν είναι παρά στο εσωτερικό του ίδιου που επέρχονται οι μεταβολές:
Μέσα μας είναι πάντα τα ίδια: ζωντανό και νεκρό, ξύπνιο και κοιμισμένο, νέο και γηραιό’ γιατί αυτά όταν μεταβάλλονται είναι εκείνα, κι εκείνα, όταν με τη σειρά τους μεταβάλλονται, είναι αυτά (απ. 88).
Συναντάμε λοιπόν και πάλι, με μια ελάχιστη μετατόπιση, μια ιδέα που βρήκαμε και προηγουμένως: τα πάντα γεννώνται από το Εν και το Ένα από τα πάντα. Ο Ηράκλειτος μας λέει πως «ο θεός είναι νύχτα και μέρα, χειμώνας και καλοκαίρι, πόλεμος και ειρήνη, κορεσμός και λιμός•
αλλοιώνεται, όπως η φωτιά που, όταν αναμειχθεί με αρώματα, ονομάζεται με το όνομα της μυρωδιάς του καθενός». Δεν θα υπερβούμε λοιπόν ποτέ τα όρια του Ενός, που δεν είναι άλλα από αυτά που έχει θέσει ο κυβερνών Λόγος, όπως ακριβώς κι ο ήλιος που δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του, ειδεμή θα τον βρουν οι Ερινύες, φύλακες της Δικαιοσύνης (απ. 94).
Αν ο ηρακλειτισμός δεν ήταν παρά η φιλοσοφία ενός απλού γίγνεσθαι, αν διευθετούσε το παν ως μια απλή συνδυαστική, ένα παιχνίδι σχέσεων, δεν θα ετίθετο καν το πρόβλημα του νοήματος του γίγνεσθαι•
όλες οι κινησιοκρατίες, οι ηροστρατισμοί και οι μηδενισμοί που, ούτε λίγο ούτε πολύ, επικαλούνται κάποια νιτσεϊκή προέλευση τους, αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα πού μας οδηγεί τελικά ο δρόμος, κι αυτό ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που δεν απορρίπτουν απευθείας το ερώτημα ως στερούμενο νοήματος. Βέβαια, ο ίδιος ο Ηράκλειτος δεν παραλείπει κάποιες συστάσεις:
Να θυμόμαστε κι εκείνον που ξεχνά πού πηγαίνει ο δρόμος» (απ. 71) για να προσθέσει πιο συγκεκριμένα πως «ένα πράγμα είναιη σοφία: το να γνωρίζεις τη σκέψη που μέσα απ’ όλα κυβερνά τα πάντα (απ. 41).
Ωστόσο, όμως, αυτή η σοφία είναι απ’ όλα χωρισμένη, πράγμα που δεν καταφέρνουν να κατανοήσουν όλοι αυτοί που ‘χουν συνήθεια να μιλούν (απ. 108). Ένα γίγνεσθαι, δίχως αναφορά σ’ ό,τι το θεμελιώνει και σ’ ό,τι το περιέχει, θα βρισκόταν σε ευθεία αντίθεση με όσα μας υποβάλλουν τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου σχετικά με τον Λόγο: αν οι άνθρωποι αρκούνται συχνά στον μομπιλισμό, είτε πάλι τον αναγορεύουν σε κοσμοθεωρία, είναι διότι, ας μην το ξεχνάμε, «το ανθρώπινο ον δεν κρύβει σοφίες, το θείο όμως έχει» (απ. 78).

IV. Η φωτιά
Είδαμε ήδη πως μεταξύ των Ιώνων φιλοσόφων ο Θαλής ο Μιλήσιος ήταν αυτός που θεωρούσε το νερό αρχή των πάντων, ενώ ο Αναξιμένης δεχόταν τον αέρα.
Ο Ηράκλειτος, πάλι, αντικρίζει το προνομιακό μέσο, για την εξήγηση των ποικίλων φαινομένων του σύμπαντος, στη φωτιά. Κάτι τέτοιο όμως θα συνιστούσε αν όχι υπερβολική απλούστευση του ηρακλειτισμού, τουλάχιστον την ανάγνωση του μέσα από παραμορφωτικούς φακούς, οφειλόμενους στην ανάπτυξη της σύγχρονης χημείας•
θα απέκλειε, πάντως, την αντιμετώπιση της φωτιάς ως απλούστατου στοιχείου μιας σύνθεσης, με αφετηρία το οποίο δημιουργήθηκαν οι διάφοροι συνδυασμοί και αποσυνθέσεις πραγμάτων και όντων. Πράγματι, στον Ηράκλειτο, η φωτιά αποτελεί ένα, κατά κάποιο τρόπο, φυσικό στοιχείο: «Μετατροπές της φωτιάς: πρώτα θάλασσα και το μισό της θάλασσας γη, το άλλο μισό σίφουνας».
Η φωτιά, υπό την επιρροή του θείου Λόγου που τα πάντα κυβερνά, μεταμορφώνεται, δια μέσου του αέρα, σε υγρασία-σπέρμα της όλης συμπαντικής τάξης, την οποία αποκαλεί θάλασσα. Από αυτή γεννώνται και πάλι η γη, ο ουρανός και τα περιεχόμενα σ’ αυτά πράγματα και όντα. Το πώς ο κόσμος επιστρέφει πίσω στην αρχική του κατάσταση, καταβροχθιζόμενος από τη φωτιά, ο Ηράκλειτος μας το εξηγεί ως εξής: «(…) Διαχέεται στεριά σε θάλασσα και η μάζα της διατηρείται στο ίδιο μέτρο της αναλογίας που ίσχυε πριν γίνει γη» (απ. 31).
Η φωτιά, άρα, είναι η πηγή αλλά και η απόληξη του παντός•
εξού και η εικόνα του Ηράκλειτου: «Τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά ανταλλάσσεται, όπως ακριβώς τα πράγματα με το χρυσάφι και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα» (απ. 90).
Η φωτιά, όμως, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια πρωταρχική ουσία ή το θεμελιώδες φυσικό στοιχείο. Πράγματι, όπως τόνισε ορθά και ο Κιρκ (O.S. Kirk1), υφίσταται μια εξαιρετικά στενή σχέση που συνδέει τα στοιχεία λόγος, αρμονίη, πόλεμος, έρις, θεός, Εν, πυρ και σοφόν. Όλοι αυτοί οι όροι είναι, αν όχι εναλλάξιμα συνώνυμα, πάντως έννοιες συνυποδηλούσες την αυτή κεντρική ενόραση. Η φωτιά, για την οποία μας μιλά ο Ηράκλειτος, δεν είναι, στην πραγματικότητα, τόσο μια ορθολογική εξηγητική αρχή, όσο η υποστασιοποίηση του Λόγου. «Όλα τα κυβερνά ο Κεραυνός», μας λέει (απ. 64), γιατί, ακριβώς, δεν είναι άλλος από αυτόν τον αποστράπτοντα Λόγο, που φωτίζει και κυβερνά τον κόσμο. Ο κεραυνός, άλλωστε, δεν πυρπολεί ό,τι εγγίζει και δεν μετατρέπει άραγε σε φωτιά αυτό στο οποίο πέφτει;
Γι’ αυτό και μπορούμε να πούμε ότι ο κόσμος φλέγεται με τη διπλή σημασία του όρου: φλέγεται γιατί είναι φτιαγμένος από αυτή την πρωταρχική πυρά, που διατρέχει απ’ άκρη σ’ άκρη όλο τον κύκλο των στοιχείων, αλλά και γιατί καίει κι είναι κι ο ίδιος ένα είδος φλόγας: «Αυτόν τον κόσμο, που ‘ναι για όλους ίδιος, ούτε κανείς θεός τον έκανε, αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια φωτιά, που ανάβει και σβήνει με μέτρο» (απ. 30).
Το κοσμικό γίγνεσθαι, λοιπόν, είναι φωτιά που ξεπηδά, χάνεται και ξαναζωντανεύει αν μας λέει ότι η φωτιά «συνίσταται στην αλλαγή» (απ. 84α), είναι γιατί τα πράγματα επιζητούν μια πληρότητα που διαρκώς τους διαφεύγει, και οι διαδοχικές τους απόπειρες συνιστούν ακριβώς αυτό το γίγνεσθαι, που εκδιπλώνεται μέσα στην ίδια την καρδιά του Είναι. Αργότερα, ο Πλάτων, στον Τίμαιο, θα μας δώσει έναν ωραίο ορισμό του χρόνου, παρουσιάζοντας τον σαν την «κινούμενη εικόνα της αιωνιότητας».
Θα μπορούσαμε κι εμείς, δίχως να βιάζουμε τη σκέψη του Ηράκλειτου, να δούμε στη φωτιά, για την οποία κάνει λόγο, την κινούμενη εικόνα του Λόγου που φωτίζει, καθώς κι αυτήν του Ενός, απ’ όπου προήλθαν και όπου επιστρέφουν τα πάντα.
Ο κόσμος του Ηράκλειτου, όμως, φλέγεται και για έναν άλλο λόγο.
Στην πραγματικότητα, ο κόσμος προορίζεται σ’ ένα τελικό παρανάλωμα (εκπύρωσις), σε έναν συμπαντικό αναβρασμό που θα σημάνει τον θάνατο του, όχι, όμως, για να καταποντισθεί οριστικά στο τίποτα, αλλά για να ανεύρει, μέσα ακριβώς σ’ αυτή τη γιγαντιαία πυρκαγιά, την αρχή μιας αναζωογόνησης, μιας αναγέννησης. Όπως ο Φοίνικας, έτσι κι ο κόσμος είναι προορισμένος να αναγεννάται δίχως σταμάτημα μέσα από τις ίδιες του τις στάχτες. Ξαναβρίσκουμε λοιπόν εδώ την εικόνα της ανακύκλησης αλλά και της περιφέρειας του κύκλου, όπου αρχή και τέλος συναντώνται.
Αναλίσκοντας τα πάντα, η φωτιά τα επαναφέρει στην αρχή τους, γι’ αυτό και ο Ηράκλειτος μας λέει: «Τα πάντα, ορμώντας πάνω τους, θα τα δικάσει και θα τα συλλάβει η φωτιά» (απ. 66). Αλλά όμως η κοσμική αυτή πυρκαγιά2δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως ανεπανόρθωτη, εφόσον γνωρίζουμε πως το ίδιο το σύμπαν είναι ζων πυρ που ανάβει και σβήνει με μέτρο.
Στο επίκεντρο της αντίληψης αυτής βρίσκεται η ιδέα της αέναης επιστροφής αυτού που γεννιέται κι αυτού που χάνεται. Πρόκειται για μια παλιά ελληνική αντίληψη που δεν ανήκει αποκλειστικά στον Ηράκλειτο και την οποία ξαναβρίσκουμε αργότερα στον Πλάτωνα και τους Στωικούς.
Σήμερα, αναπαριστούμε με ευλογοφάνεια το χρόνο σαν μια ευθεία γραμμή που έρχεται από το παρελθόν και κατευθύνεται προς το μέλλον η μη μεταστρεψιμότητα του χρόνου διαθέτει μια τέτοια προφάνεια που γίνεται δεκτή ως κάτι το απόλυτα δεδομένο. Στην Ανατολή όμως και στην Ελλάδα, η σύλληψη του χρόνου είχε χαρακτηριστικά κυκλικότητας. Η κανονικότητα της εναλλαγής μέρας και νύχτας ο κύκλος των εποχών καθώς και της θέσης των πλανητών και των άστρων φαίνεται να υπέβαλαν έντονα την εικόνα του χρόνου ως ανακύκλησης: εξού και οι τόσο γνωστές παραστάσεις του Ζωδιακού Κύκλου ή του Τροχού των Υπάρξεων. Το Μεγάλο Έτος σήμαινε την χρονική εκείνη περίοδο, με το πέρας της οποίας θα έπρεπε να επαναληφθούν τα ίδια γεγονότα. Οι προτεινόμενοι υπολογισμοί της σε κοινά έτη ποικίλλουν κατά συγγραφείς, σύμφωνα με μια παράδοση, όμως, ο Ηράκλειτος το είχε υπολογίσει στα 10.800 περίπου ηλιακά έτη. Ο αριθμός αυτός προήλθε πιθανότατα από τον πολλαπλασιασμό του 360 με το 30. Εν πάση όμως περιπτώσει, παριστά το χρονικό διάστημα που παρέρχεται μεταξύ γέννησης του κόσμου και φθοράς του μέσα στη φωτιά, προμήνυμα μιας νέας γέννησης του.
Έτσι λοιπόν, εφόσον αρχή και τέλος του Μεγάλου Έτους συμπίπτουν σ’ αυτό το κοσμικό παρανάλωμα πυρός, που εξαγνίζει και παλινορθώνει, η συμπαντική αναταραχή δεν είναι απλά μια καταστροφή με διαστάσεις αποκάλυψης αλλά και μια αποθέωση, αφού μέσα από αυτή ξεπηδά κάθε φορά ένας νέος κόσμος.
Έτσι, για άλλη μια φορά, επαληθεύεται πως «ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ο ίδιος κι ο αυτός».
Οφείλουμε λοιπόν να υπογραμμίσουμε την ιδιαίτερη σημασία του αποσπάσματος 66, όπου μας λέει ο Ηράκλειτος ότι «η φωτιά είναι και κορεσμός και χρεία. Η χρεία είναι η οργάνωση του κόσμου (διακόσμησις) σύμφωνα με το νόμο του αλλά η ανάφλεξη (εκπύρωσις) του κόσμου είναι κορεσμός». Είναι αλήθεια, προσθέτει ο Ιππόλυτος που μας μεταφέρει το εν λόγω κείμενο, πως κατά τον Ηράκλειτο «όταν επέμβει η φωτιά, θα κρίνει όλα τα πράγματα και θα τα κατακυριεύσει» (απ. 66). Αξίζει να επιμείνει κανείς στο γεγονός πως ο Ηράκλειτος παρομοιάζει την τάξη του κόσμου με χρεία, έλλειψη, ενώ αντικρίζει στην εκπύρωση του διατεταγμένου κόσμου ένα είδος πληρότητας και αφθονίας. Θα φανεί ίσως παράδοξο να ορίζεται η τάξη ως έλλειψη και η καταστροφή ως πληρότητα. Αυτό όμως το γενικό παρανάλωμα είναι μια εξύψωση τρεφόμενη με ερείπια. Μέσα στην πυρά συναντώνται και συγχωνεύονται αρχική χρεία και τελικός κορεσμός, γιατί από εκεί τα πάντα ξεκινούν κι εκεί καταλήγουν. Έτσι, η καταστροφή είναι μια εκπλήρωση, εκπλήρωση του ρυθμού της Αέναης Επιστροφής και εκπλήρωση εντός της οποίας η γέννηση του αύριο προκύπτει μέσα από το θάνατο του σήμερα.
Ένα τέτοιο όραμα του κόσμου θα μπορούσε κάλλιστα να εκθρέψει τα θεωρησιακά σχήματα των ηροστρατισμών, που καλλιεργούν εξ επαγγέλματος τον έρωτα της καταστροφής και βλέπουν σ’ αυτή την τελευταία την υψηλότερη έκφραση της δημιουργίας•
ο Μπακούνιν, άλλωστε, δεν ήταν αυτός που δήλωνε:
«Η χαρά της καταστροφής είναι ταυτόχρονα και χαρά της δημιουργίας»;
Η φιλοσοφία όμως του Ηράκλειτου απέχει πολύ από το να είναι μια πρόσκληση σε περιπέτειες εν μέσω ναυαγίων, γιατί παραμένει, ακριβώς, μια φιλοσοφία του Λόγου, που μας υποβάλλει όχι την απολογία της καταστροφής, αλλά τον αναστοχασμό του νοήματος, που εδρεύει στην ενότητα του πολλαπλού.
Η συμπαντική ανάλωση μέσα στις φλόγες, για την οποία μας μιλά ο Εφέσιος, είναι μια επάνοδος στην απαρχή απ’ όπου και πάλι ξεκινούν όλα τα όντα, αυτοί οι προσκηνότες του απέραντου κυκλώματος της ύπαρξης.

V. O άνθρωπος και η σοφία
Συνηθίζεται παραδοσιακά να παρουσιάζεται ο Ηράκλειτος αν όχι ως αριστοκράτης με την κοινωνική έννοια του όρου, πάντως ως άνθρωπος που περιφρονούσε το πλήθος και δεν δίσταζε να το πει: «Για μένα, ένας αξίζει όσο μύριοι όταν είναι άριστος» (απ. 49). Γι’ αυτόν, πράγματι, «παιχνίδια παιδιών είναι οι ανθρώπινες δοξασίες» (απ. 70) κι αν οι ευγενείς άνθρωποι προτιμούν περισσότερο απ’ οτιδήποτε φθαρτό την αιώνια δόξα, «οι πολλοί χορταίνουν σαν κτήνη» (απ. 29). Βάλλει με ειρωνεία τόσο κατ’ αυτών που έχαναν το μυαλό τους μέσα στις προλήψεις όσο και κατ’ αυτών που χειρίζονταν παράλογα τα ζητήματα της πόλης. Έλεγε για τους πρώτους:
Καθαρίζονται μιαινόμενοι με άλλο αίμα, όπως αν κάποιος που έχει χωθεί στη λάσπη, ξεπλενόταν με λάσπη: αν κάποιος άνθρωπος τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο, θα τον έπαιρνε για ασυνάρτητο. Και προσεύχονται μπροστά σ’ αυτά τ’ αγάλματα, όπως θα φλυαρούσε κανείς μέσα στο σπίτι του, μη γνωρίζοντας ποιοι είναι θεοί και ποιοι ήρωες (απ. 5). Για τους δεύτερους, πάλι, βεβαίωνε:
Καλά θα έκαναν όλοι οι ενήλικες Εφέσιοι να κρεμαστούν και να αφήσουν την πόλη στα παιδιά, γιατί εκείνοι εξόρισαν τον Ερμόδωρο, τον πιο άξιο άντρα, λέγοντας: Μεταξύ μας κανείς ας μην είναι ο πιο άξιος, ειδεμή ας πάει αλλού και μ’ άλλους» (απ. 121). «Γιατί ποιος είναι ο νους τους ή η φρόνηση τους; Πείθονται από τους λαϊκούς τραγουδιστές και δάσκαλος τους είναι ο όχλος: δεν ξέρουν ότι πολλοί είναι οι κακοί και οι καλοί λίγοι» (απ. 104).
Γι’ αυτό κι έριχνε στα κεφάλια των συμπολιτών του την εξής ευχή:
«Ποτέ να μην σας λείψει, Εφέσιοι, ο πλούτος, για να βγαίνει στο φως η πονηριά σας» (απ. 125α). Άλλωστε ο Ηράκλειτος δεν θέλησε να διαδεχτεί τον πατέρα του στο δημόσιο αξίωμα που κατείχε κι αρνήθηκε να νομοθετήσει στην πόλη της Εφέσου, με τη δικαιολογία πως οι κάτοικοι της είχαν πια τόσο διαφθαρεί που το πράγμα δεν έπαιρνε καμιά γιατριά. Ωστόσο, όμως, ο Ηράκλειτος δεν εγκατέλειψε ποτέ την πόλη του: όταν τον προσκάλεσαν στην Αθήνα αρνήθηκε να πάει, όπως άλλωστε αποποιήθηκε τις τιμές που του επεφύλασσε ο Δαρείος στην Αυλή της Περσίας.
Ο Ηράκλειτος όμως περιφρονούσε και αρκετούς από τους παλαιότερους του στοχαστές: «Ο Όμηρος αξίζει να τον διώχνουν από τους αγώνες και να τον ραπίζουν, το ίδιο κι ο Αρχίλοχος» (απ. 42). «Ο Πυθαγόρας», έλεγε,
«είναι αρχηγός στους αγύρτες» (απ. 81). «Η πολυμάθεια δεν διδάσκει να σκέφτεσαι: αν ήταν έτσι, θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο» (απ. 40).
Αν όμως ο Ηράκλειτος δεν έχανε ευκαιρία να εκδηλώνει την απαίσιο δοξία του για όλους αυτούς που καθημερινά συναναστρεφόταν, σε βαθμό μάλιστα που να επονομαστεί οχλολοίδορος, για τον άνθρωπο ωστόσο είχε μια αντίληψη στενότατα συνδεόμενη με τις ιδέες του που συναντήσαμε ως τώρα.
Γι’ αυτόν λοιπόν η ψυχή του ανθρώπου είναι φλόγα και πρέπει να παραμένει πάντα ξηρή: με τη μέθη υγραίνεται, πέφτει στην τρέλα και τελικά πεθαίνει. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, στα τέλη της ζωής του ο Ηράκλειτος προσβλήθηκε από υδρωπικία και ρωτούσε τους γιατρούς τι θα ‘πρεπε να κάνει για να μετατρέψει τη βροχή σε ξηρασία. Καθώς αυτοί δεν καταλάβαιναν αυτά τα αινιγματικά λόγια, απογοητευμένος ο Ηράκλειτος κλείστηκε σ’ έναν στάβλο με την ελπίδα ότι η θέρμη της κοπριάς θα έδιωχνε το νερό που τον ταλάνιζε.
Το ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι φωτιά και φλογερή εκπνοή θα μπορούσε να εκληφθεί ως απόφανση εγκλείουσα μια στοιχειώδη ψυχοφυσιολογία: αυτή η ιδέα όμως μπορεί επίσης να συνδεθεί με τη συμβολική εκείνη της φωτιάς, που ανευρίσκουμε πίσω από εκφράσεις όπως η «θέρμη της ζωής», «η φλόγα του πάθους», είτε πάλι ο «πυρετός του έρωτα που μας καίει». Θα π ρέπει όμως ακόμα -και κυρίως- να συσχετισθεί με όσα είπε ο Ηράκλειτος για τη φωτιά και το Λόγο.
Οι σχετικές με την ανθρώπινη ψυχή αντιλήψεις του Ηράκλειτου μας φέρνουν συχνά ενώπιον μεγάλων ερμηνευτικών δυσχερειών, κι αυτό διότι τα αποσπάσματα που διαθέτουμε σχετικά συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον σκοτεινών. Ο Ηράκλειτος μας βεβαιώνει πράγματι πως είναι ηδονή για τις ψυχές να πέφτουν στη ζωή αλλά προσθέτει πως «ζούμε από το θάνατο των ψυχών κι αυτές ζουν από το θάνατο μας» (απ. 77). Δεν θα έπρεπε, ίσως, και πάλι να θυμηθούμε εδώ τα λόγια του Αναξίμανδρου και να συμφωνήσουμε πως η ηδονή της ζωής είναι μια ένοχη ηδονή, που η ψυχή εξαγοράζει μ’ ένα είδος θανάτου; Η ζωή των ατόμων άραγε δεν είναι ένα είδος εξορίας μακριά από την πρωταρχική τους πηγή κι αυτή ακόμα η ίδια η ατομικότητα τους δεν είναι η ρίζα της δυστυχίας της συνείδησης; Αλλά κι από την άλλη πλευρά, αν η ζωή των ψυχών ξεπηδά από τον δικό μας θάνατο, δεν είναι άραγε γιατί ανοίγονται σ’ ένα υπερπέραν, όπου ξαναβρίσκουν τον χαμένο γενέθλιο τους τόπο που είχαν εγκαταλείψει;
Μ’ αυτή την ίδια ιδέα δεν μπορεί άλλωστε να συνδεθεί και το απόσπασμα 62 που, παρ’ όλ’ αυτά, παραμένει σιβυλλικό; «Οι αθάνατοι θνητοί και οι θνητοί αθάνατοι: οι μεν ζουν από το θάνατο των δε και οι δε από το θάνατο των μεν». Ο Κλεμάνς Ραμνού (Clémence Ramnoux) θέλει την ιδέα αυτή ως προμήνυμα της νιτσεϊκής θεματικής περί θανάτου του Θεού3. Ίσως θα έπρεπε να το κατανοήσουμε ως εξής: αν ο Θεός ζει από το θάνατο των ανθρώπων κι ο άνθρωπος πεθαίνει από τη ζωή του Θεού, αυτό συμβαίνει γιατί η ύπαρξη υφίσταται αποκλειστικά μέσα στην τραγικότητα του ορίου.
Ο αθάνατος ζει από το θάνατο των θνητών, που επιστρέφουν στους κόλπους του, και οι θνητοί πεθαίνουν επειδή δεν είναι αθάνατοι. Έτσι οι αθάνατοι είναι θνητοί όταν πέφτουν στη ζωή, κι οι θνητοί αθάνατοι όταν, με το θάνατο, ανοίγονται στην άλλη φάση του κύκλου.
Με το ίδιο πνεύμα θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε κι ένα άλλο μυστηριώδες απόσπασμα:
Γιατί αν δεν έκαναν πομπή για τον Διόνυσο και δεν υμνούσαν με άσμα τα αιδοία, όσα κάνουν θα ήταν αναιδέστατα: είναι το ίδιο πράγμα ο Άδης κι ο Διόνυσος, που στ’ όνομα του μαίνονται και βακχεύουν (απ. 15).
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, επιχειρώντας μια χριστιανική ανάγνωση αυτού του κειμένου, θεωρούσε πως σήμαινε ότι όσοι υμνούν τον Διόνυσο και επιδίδονται σε ακολασίες θα καταλήξουν στην Κόλαση όπου θα τους κρίνει ο Άδης.
Ο Ντελάτ (A. Delatte) πάλι μας προτρέπει4 να συσχετίσουμε το εν λόγω απόσπασμα με το 68, όπου γίνεται λόγος για «τα ίδια γιατρικά / που / προορίζονται και να γιατρέψουν τις δυστυχίες και να λυτρώσουν τις ψυχές από τα κακά που βγαίνουν από τη γέννηση»: το κείμενο γίνεται έτσι πολύ λιγότερο παράδοξο απ’ ό,τι αρχικά φαινόταν. Πράγματι, ο Άδης είναι βέβαια ο θεός του θανάτου, ο θάνατος όμως είναι ταυτόχρονα και μια απολύτρωση της ψυχής: όπως λοιπόν υπογραμμίζει και ο Ντελάτ, ο Άδης δεν είναι παρά το σύμβολο μιας ζωής κρυμμένης πίσω από το επιφαινόμενο του θανάτου κι ο οδηγός σε μια αναγέννηση της ψυχής, ενώ ο Διόνυσος συμβολίζει τη μέθη της ζωής. Λέγοντας λοιπόν πως ο Άδης είναι ο ίδιος με τον Διόνυσο, δεν κάνουμε άλλο από το να επαναλαμβάνουμε πως ο δρόμος που ανεβαίνει κι αυτός που κατεβαίνει είναι ένας κι ο αυτός. Όπως λέει κι ο Ντελάτ:
Ζωή και θάνατος, λοιπόν, εναλλάσσονται συνεχώς στον Ηράκλειτο, όπως ακριβώς η νιότη και τα γηρατειά, η εγρήγορση κι ο ύπνος, ακόμα κι αν παραβλέψουμε πως καμιά από τις καταστάσεις αυτές δεν είναι καθαρή από προσμείξεις (…). Είμαστε λοιπόν σε θέση να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει Άδης για τον Ηράκλειτο. Είναι το σύμβολο μιας ζωής κρυμμένης πίσω από το επιφαινόμενο του θανάτου, είναι ο θεός που δεσπόζει στην αναγέννηση της ψυχής (…). Κι ο Διόνυσος; Χάριν ακριβώς των πλέον αντίθετων, κατά την αντίληψη του αδαούς, προς τον Άδη χαρακτηριστικών του, μπορεί να θεωρηθεί ως ο θεός της έξαρσης της ζωής, το σύμβολο του θρησκευτικού ενθουσιασμού.
Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ένα ον κατ’ εξοχήν έκθετο: είναι έκθετος κατ’ αρχήν διότι αποτελεί ακριβώς μια παρουσία που ξεπήδησε από την εγκατάλειψη του Ενός, αλλά είναι έκθετος και στο μέτρο που είναι τραγική η συνθήκη του. Ο Ηράκλειτος μας λέει: «Είναι δύσκολο να πολεμήσει κανείς ενάντια στην καρδιά του, γιατί καθετί που ποθεί, το αγοράζει δίνοντας γι’ αντάλλαγμα την ψυχή του» (απ. 85). Θα πρέπει άραγε να καταλάβουμε απ’ αυτό απλά πως το πάθος είναι ο χαμός της ψυχής μας, πράγμα που θα ήταν μια κοινοτοπία, ή μήπως ότι η επιθυμία που πλημμυρίζει την καρδιά μας είναι να ξεφύγουμε από αυτήν την ατομικότητα, όπου δεσπόζει, δεμένη όμως σαν σ’ αραξοβόλι η ψυχή μας;

VI. Η φύση
Το έργο του Ηράκλειτου λέγεται ότι είχε για τίτλο Περί Φύσεως, τίτλο που συχνότατα χρησιμοποιούσαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι για τα έργα τους ή τουλάχιστον απέδιδαν ο μεταγενέστεροι τους στα τελευταία.
Είναι βέβαια πιθανόν να θέλησε κι ο Ηράκλειτος, όπως κι οι προηγούμενοι από αυτόν φιλόσοφοι, να προσφέρει έναν πίνακα που να εξηγεί τα ποικίλα φαινόμενα που παρατηρούνται στο σύμπαν. Ό,τι μας απομένει όμως από το έργο του Ηράκλειτου σχετικά θέτει το πρόβλημα αν θα πρέπει τελικά να λαμβάνουμε τις εξηγήσεις του κατά γράμμα, υπογραμμίζοντας, όπως το κάνει ο Κόρνφορντ (P.M. Cornford), τον προλογικό και προεπιστημονικό τους χαρακτήρα.
Εφόσον μας λέγεται πως «η φύση αγαπά να κρύβεται» (απ. 123) και γνωρίζουμε μάλιστα πως το σκοτεινό του λόγου του Ηράκλειτου ήταν ηθελημένο, βρισκόμαστε συνεπώς ενώπιον ενός δυσνόητου στοχασμού, πραγματευόμενου μια θεματική που και η ίδια είναι σφραγισμένη. Είναι άρα αναγκαία μια ερμηνευτική προσέγγιση, χωρίς μάλιστα να μπορούμε να γνωρίζουμε από ποιο σημείο και μετά θ’ αρχίσει να απομακρύνεται από το αντικείμενο όπου εφαρμόζεται. Η κεντρική ιδέα της φυσικής του είναι αυτή του κύκλου και της αρμονίας των αντιθέτων. Καθοδική κίνηση είναι αυτή της φωτιάς που τίκτει τη θάλασσα, από την οποία πάλι γεννώνται από τη μια η γη κι από την άλλη οι στρόβιλοι του ανέμου. Γιατί είναι αλήθεια, όταν πέφτει ο κεραυνός, η βροχή γίνεται βίαια και θυελλώδης, και, όσον αφορά τη θάλασσα πάλι, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε ζήσει από πρώτο χέρι την αργή πρόσχωση του λιμανιού της Εφέσου, που έδιωχνε τη θάλασσα μακριά του.
Η αντίθετη, ανοδική κίνηση επαναφέρει τη γη στο νερό και το νερό στη φωτιά μέσω των ξηρών εκπνοών που τρέφουν τα άστρα κι ιδιαίτερα τον ήλιο: γιατί οι εκπνοές αυτές συνιστούν την κατ’ εξοχήν ασώματη αρχή, από την οποία τα πάντα απορρέουν κι η οποία βρίσκεται σε αέναη ροή. Ανευρίσκουμε λοιπόν και πάλι μέσα σε αυτή τη φυσική εξήγηση των ατμοσφαιρικών φαινομένων όχι μόνο ίο θέμα της ανακύκλησης και της ενότητας των αντιθέτων αλλά και αυτό του επιμερισμού του Ενός σε πολλά και της επιστροφής του πολλαπλού στο πρωταρχικό Εν.
Στο πεδίο της αστρονομίας τώρα, φαίνεται πως ο Ηράκλειτος γνώριζε την πορεία της Σελήνης και του Ηλίου καθώς και των πλανητών, έχοντας μελετήσει τις τροχιές τους, των οποίων μάλιστα ίσως είχε υπολογίσει την κλίση.
Αν κατά παράδοξο τρόπο μας βεβαιώνει πως μέρα και νύχτα είναι ένα και το αυτό, συμβαίνει γιατί καθεμιά τους δίνει ζωή στην άλλη με τον ημερολογιακό ρυθμό, ρυθμό που δίνει υπόσταση στη θεματική της αρμονίας των αντιθέτων και της ανακύκλησης.
Σε τελική ανάλυση, όμως, η ουσία της σκέψης του Ηράκλειτου δεν βρίσκεται στις εξηγήσεις που δίνει για τα φυσικά φαινόμενα, κι οι οποίες προφανώς ανήκουν στις παραγεγραμμένες ιδέες της προϊστορίας της επιστήμης: η ουσία έγκειται στις ιδέες που κατευθύνουν αυτές τις εξηγήσεις και οι οποίες γεννώνται από το τραγικό όραμα του κόσμου, που επιβάλλει η αντίληψη του για τον Λόγο, το γίγνεσθαι και την αρμονία των αντιθέτων.
Ο Ηράκλειτος βαδίζει προς την εποχή μας μεταφέροντας ένα μήνυμα που μας επανασυνδέει με τη δική του πηγή, ένα μήνυμα που οι ερμηνείες ποτέ δεν θα κατορθώσουν να εξαντλήσουν.

VII. Η μοίρα του ηρακλειτισμού
Η σοφιστική του Πρωταγόρα θα συγκρατήσει από τον Ηράκλειτο την ακατάπαυστη ροή της αισθητηριακής μαρτυρίας, για να συναγάγει ως συμπέρασμα ότι, εφόσον τα πάντα αλλάζουν κι οι αισθήσεις μας αποτελούν το μοναδικό γνωστικό μέσο, οφείλουμε να περιοριστούμε σε μια κινησιοκρατία κι έναν αγνωστικιστικό υποκειμενισμό, μετατρέποντας τον εξατομικευμένο άνθρωπο σε μέτρο του παντός, μέτρο στιγμιαίο, που αγνοεί// την ταυτότητα του εγώ του.
Ο Πλάτων πάλι, δια μέσου ίσως του Κρατύλου, συγκράτησε από τον Εφέσιο την ιδέα πως τα πάντα συμπαρασύρονται με το γίγνεσθαι προς τη φθορά και τον θάνατο. Για τον Πλάτωνα, όμως, το γίγνεσθαι αυτό κυριαρχεί αποκλειστικά στον αισθητό κόσμο, καθιστώντας έτσι απαραίτητη την, προσφυγή στις αιώνιες ιδέες, που παραμένουν το αμετακίνητο μέτρο αυτού που ρέει και παρέρχεται.
Από τους αρχαίους, θα πρέπει ακόμα να αναφέρουμε τον Ηρόστρατο, που κατόρθωσε να διαιωνίσει το όνομα του πυρπολώντας το ναό της Εφέσου, ώστε το έργο του να παραμείνει χαραγμένο στη μνήμη των ανθρώπων. Από τότε, θεωρείται η ενσάρκωση του ενστίκτου της περιπέτειας και της καταστροφής, είτε στον ιδιωτικό είτε στον πολιτικό βίο.
Ο Μαρξ κι ο Λένιν αναγνώριζαν στον Ηράκλειτο τον πατέρα του διαλεκτικού υλισμού. Αν όμως οφείλουμε να αναφέρουμε κάποιους, αυτοί θα ήταν κατ’ εξοχήν ο Χέγκελ κι ο Νίτσε5. Ο Χέγκελ διεκδικεί τον Ηράκλειτο ως πρόδρομο του, πράγμα βέβαια αδικαιολόγητο. Ο εγελιανισμός στην πραγματικότητα είναι μια φιλοσοφία της ιστορίας, έννοια απόλυτα ξένη προς τον Ηράκλειτο. Άλλωστε, καθώς αποδεικνύεται από την θεωρία της Αιώνιας Επιστροφής, το ηρακλείτειο γίγνεσθαι δεν είναι ένα γίγνεσθαι του Είναι αλλά, αντίθετα, ένα γίγνεσθαι εντός του Είναι, ένα κατ’ εξοχήν κυκλικό γίγνεσθαι, ώστε η έννοια της Aufhebung (υπέρβασης) να μην του είναι παρά απολύτως ξένη.
Ακόμα λιγότερο μπορούμε να συσχετίσουμε τον Ηράκλειτο με όλες αυτές τις διαλεκτικές αντιλήψεις, οι οποίες αναγορεύουν τον άνθρωπο σε ον δημιουργό νοήματος, που ανανεώνεται διαρκώς στην πορεία της ιστορίας.
Ο Ηράκλειτος, δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε, ήταν ο φιλόσοφος όχι μόνο του γίγνεσθαι αλλά και του Λόγου.
Ο Νίτσε, από την πλευρά του, επιχείρησε να δει στο πρόσωπο του Ηράκλειτου τον φιλόσοφο που διεκήρυσσε την «αθωότητα του γίγνεσθαι»•
χρησιμοποιώντας μάλιστα το ρητορικό τέχνασμα της προσωποποιίας, μας τον παρουσιάζει να λέει τα εξής: «Δεν βλέπω τίποτε άλλο, μόνο γίγνεσθαι.
Μη γελαστείτε.
Αν νομίζετε ότι βλέπετε κάποιο στέρεο έδαφος μέσα στη θάλασσα του γίγνεσθαι και της φθοράς, αιτία δεν είναι η ουσία των πραγμάτων αλλά η κοντοφθαλμία σας. Δίνετε στα πράγματα ονόματα, λες κι αυτά έχουν κάποια διάρκεια σταθερή, ακόμα και το ποτάμι όμως που μπαίνετε για δεύτερη φορά δεν είναι αυτό που ήταν»6. Κατά τον Νίτσε λοιπόν, ο Ηράκλειτος ήταν ο φιλόσοφος εκείνος που, πριν ακόμη από τον Πλάτωνα, αλλά και μια για πάντα, ανέτρεψε κάθε πλατωνισμό, βεβαιώνοντας μας πως δεν υπάρχει ούτε αντίγραφο ούτε πρότυπο αλλά μόνον γίγνεσθαι, που μέσα του ο σοφός θα πρέπει ν’ αφεθεί. Το κοσμικό παιχνίδι προσφέρει λοιπόν στην ύπαρξη τη μέθη ενός άλματος προς τα μπρος αλλά και μιαν αέναη αναγέννηση πέραν του καλού και του κακού. Αυτός όμως ο μηδενιστικός αισθητισμός τοποθετείται στους αντίποδες των όσων είπε ο Ηράκλειτος. Γιατί αυτός διόλου δεν αρνείται το πρότυπο, εφόσον γράφει πως «ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με τον θεό, φαίνεται πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ’ όλα τ’ άλλα» (απ. 83). Στον Ηράκλειτο δεν υπάρχει χώρος για μια έκσταση εντός και δια του γίγνεσθαι, αλλά μόνο νόημα που δεσπόζει πάνω σε ό,τι ρέει.
Ο Καρλ Γιάσπερς, μιλώντας για τον Ηράκλειτο, γράφει:
«Όντας ο Λόγος το Εν-κλείον, είναι ταυτόχρονα και απροσδιόριστος και απείρως προσδιορίσιμος»7•
το ίδιο ισχύει και για το στοχασμό του Ηράκλειτου•
αποκαλύπτεται κρυπτόμενος.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. O.S. Kirk,Heraclitus, the cosmic fragments, νέα έκδ. Cambridge, 1964, και το άρθρο του ίδιου συγγραφέα: «Λόγος, άρμονίη, πάλη, θεός και φωτιά», στο /ïevue philosophique, 1957, σ. 289• βλ. επίσης σχετικά με το θέμα αυτό Heidegger, Δοκίμια και διαλέξεις, γαλ. μτφ. André Préau, Paris, 1958, σ. 333.
2. Ορισμένοι σχολιαστές πιστεύουν πως αυτή η θεωρία της συμπαντικής εκπύρωσης δεν θα πρέπει να αποδίδεται στον Ηράκλειτο, αλλά μόνον στους Στωικούς• κατ’ αυτούς, η ιδέα αυτή περιλήφθηκε μεταγενέστερα στην παράδοση του ηρακλειτισμού, ενώ τα αποσπάσματα που αναφέρονται σ’ αυτήν πρέπει να οφείλονται σε ύστερες παραδόσεις. Σχετικά με το θέμα αυτό βλ. O.S. Kirk, όπ.π., σ. 335 επ.
3. Clémence Ramnoux, Ηράκλειτος ή ο άνθρωπος μεταξύ λέξεων και πραγμάτων, Paris, 1959, σ. 70.
4. A. Delatte, Η αντίληψη του ενθουσιασμού στις προσωκρατικές φιλοσοφίες, Paris, 1934.
5. Για μια συνοπτική παρουσίαση της επιρροής της ηρακλείτειας σκέψης, βλ. Kostas Axelos, Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, σ. 215.
6. Η γέννηση της φιλοσοφίας, γαλ. μτφ. G. Bianquis, σ. 55.
7. Κ. Jaspers, Οι μεγάλοι φιλόσοφοι, γαλ. μτφ. Paris, 1963, σ. 618.


**********************************
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αξία από το να κάνεις επανάσταση μέσα στους επαναστάτες, θα έλεγε αν ζούσε ο λύκος της Εφέσου, ο φιλόσοφος Ηράκλειτος. Νομίζω πως είναι επίκαιρος για να δούμε τη ζωή του. Μια ζωή όχι στρωμένη με λουλούδια και λόγια ξύλινα αλλά με φωτιά και σίδερο, όπως εξελισσόταν στα χρόνια του χάους και της αναρχίας την εποχή της δημοκρατίας της Εφέσου.
Να δούμε όμως τι είπε, τι εννόησε και από τι αυτοφλεγόταν, τον οποίο κάποιοι δεν κατάλαβαν και τον είπαν σκοτεινό και αντιδημοκράτη, και σαφώς τον αδίκησαν και τον υποβάθμισαν. Ας δούμε λοιπόν τον μεγάλο αυτόν επαναστάτη.
Δυνατός στο πνεύμα, αιρετικός κι εγωιστής, υπήρξε ένας φιλόσοφος αυτοδημιούργητος, αυτοπροσδιοριζόμενος, αναρχοαυτόνομος, θιασώτης της έρευνας της απροσδιοριστίας και υπέρμαχος της έννοιας του ανώτερου ανθρώπου, και όχι του υπερανθρώπου όπως τον φαντάστηκε ο Νίτσε.
Ο Αναξίμανδρος μιλούσε για μια δημιουργική ουσία «άπειρη», με την έννοια του απείρου ως «απροσδιόριστο» και όχι ως απεριόριστο όπως συχνά μεταφράζεται απο κάποιους που ξεχνούν ότι οι Ίωνες το σύμπαν το θεωρούσαν κλειστό, ένα και περιχαρακωμένο (έν το παν). Το ά-πειρον του Αναξίμανδρου είναι ουσία αείζωος που δεν έχει αποκτήσει πείρα εκ της πυράς, η οποία ανακυκλώνεται αποκτώντας εξ αυτής την εμπειρία. Κρατήστε το αυτό ως υποσημείωση και θα το συναντήσουμε πιο κάτω στον Ηράκλειτο. Χωρίς τον Αναξίμανδρο, τον οποίο ο Ηράκλειτος δείχνει ότι είναι ένας από τους λίγους που σέβεται, δεν γίνεται κατανοητή η θεωρία του Εφέσιου, την οποία κάποιοι την εξέτρεψαν λέγοντας πως είπε ότι «τα πάντα ρει», πράγμα που το είπε μεν αλλά είναι επουσιώδες. Οι Ίωνες ως τον Ελεάτη Παρμενίδη πίστευαν όλοι στη μεταβλητότητα.
Ο Ηράκλειτος, συνεχίζοντας τη θεωρία του Αναξίμανδρου ή μάλλον πατώντας και άθελά του ακόμα πάνω σε αυτήν, μετά την εκλαΐκευσή της από τον Αναξιμένη ο οποίος όρισε το άπειρο – απροσδιόριστο ως αιθερικό στοιχείο, την πήγε προς τη θερμική ενέργεια. Αρχή του γίγνεσθαι της φύσης κατά τον Εφέσιο είναι ένα «αείζωον ευγενές πυρ» που μεταστοιχειώνεται από το απροσδιόριστο αιθέριο λεπτό στοιχείο σε υδαρές απτό και προσδιοριζόμενο που φτιάχνει τις μορφές.
Ο Ηράκλειτος εδώ παρουσιάζεται σαν μια συνέχεια του Θαλή, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη.
Η ελληνική φιλοσοφία αποτελεί μια συνέχεια . Όλοι αναφέρονται σε εξελικτικά της στάδια, από το Υπάρχειν (Αναξίμανδρος), στο Γίγνεσθαι (Ηράκλειτος), στο Φαίνεσθαι (Πυθαγόρας), στο Είναι (Παρμενίδης).
Η αρμονία σου είναι επιφανειακή λέει στον Πυθαγόρα.
Φαινομενική, πίσω είναι ένα χάος και πίσω από χάος υπάρχει κρυμμένη η αρμονία. Πυθαγόρας και Ηράκλειτος βρίσκονται απέναντι, και παρέα με τον Ηράκλειτο τιθέμενος όρθιος παρά το πλευρό του βρίσκεται ένας άλλος γίγαντας της σκέψης, ο Ξενοφάνης, περιπαίζοντας τον Πυθαγόρα και αυτός για τη μετεμψύχωση. Όταν η ψυχή του ανθρώπου αποπυρωθεί, λέει ο Ηράκλειτος, είναι σα να εξαχνώνεται μια σταγόνα νερού χρωματισμένη όπου όταν πάει στα σύννεφα και ξαναπέσει σαν βροχή, αποκλείεται τα στοιχεία που αποτελούν τα χρώματα να επιστρέψουν ενωμένα.
Και φτάσαμε στα χρόνια των προεόρτιων της Ιωνικής επανάστασης όπου οι τύραννοι της Ιωνίας εγκαταλείπουν με μιας την εξουσία τους, αφήνοντας την ηγεσία στο λαό ώστε να έχει το κίνημα της Ιωνικής εξέγερσης, λαϊκή βάση. Μη γελιόμαστε όμως για τον πατριωτισμό των τυράννων, πίσω από την πράξη τους αυτή κρύβονται ιδιοτελή συμφέροντα δυο ανθρώπων, όπως γράφει ο Ηρόδοτος, του πρώην τυράννου της Μιλήτου, Ιστιαίου, και του νυν και γαμπρού του, Αρισταγόρα. Εδώ αρχίζει η εποχή της κόλασης των Ιωνικών πόλεων όταν τα τυραννικά πολιτεύματα μεταπίπτουν απότομα σε δημοκρατικά. Μέσα σε αυτά είναι και της Εφέσου, όπου στο χάος που δημιουργείται εμφανίζεται για λίγο καιρό η μορφή του φιλόσοφου Ηράκλειτου, στην αρχή αποδεχόμενος και μετά αντιτιθέμενος στο λαϊκό κίνημα όπως εξελίσσεται.
Η κορύφωση της ρήξης προκαλείται όταν οι συμπολίτες του εξορίζουν ένα φίλο του, «για να είναι όλοι κατά κάτω ίσιοι», όπως λέει. Τους τα ψάλει οργίλος, καίει τα γραφτά του στο ναό της Άρτεμης και αναχωρεί προς το βουνό για να ζει σαν ερημίτης, απογοητευμένος από τους συνανθρώπους του, πιστεύοντας σε έναν άνθρωπο διαφορετικό, σε κόσμο αλλιώτικο κι ένα θεό πραγματικά δικό του.
«Όλα τα ορίζουν οι νόμοι της φωτιάς, ο λόγος και η απροσδιοριστία», είναι η βάση της φιλοσοφίας του, όπου «και να μπεις στο ίδιο ποτάμι δυο φορές δεν γίνεται γιατί τα νερά δεν θα είναι ίδια (όπως εξάλλου κι εσύ)».
Τον θεωρούν χαοτικό αλλά πιο νομοκράτης από αυτόν δεν γίνεται.
Η αρμονία και η μετεμψύχωση προέρχονται από ιδεοληψία για το φόβο του θανάτου, υποστηρίζει. Ο θεός δεν ασχολείται με ανθρώπους καθώς είναι
«αΙο-ον (αιών, κρόνος – χρόνος) που ρίχνει ζάρια σαν μικρό παιδί και βασιλεύει με αυτά (χωρίς να ξέρει να τα ρίχνει)».
«Δικαιοσύνη στη φύση δεν υφίσταται» υποστηρίζει, «καλό και κακό είναι το ίδιο πράγμα» και «πατήρ πάντων και βασιλιάς, ο πόλεμος».
Τη φύση τη θεωρεί αντικειμενική, την κρίση υποκειμενική, και πιστεύει ότι ο άνθρωπος ακολουθεί μια κατά περίπτωση «συμφέρουσα» ιδεοληψία.
Ο Ηράκλειτος είναι αιρετικός, χρειάζεται να είσαι δήλιος κολυμβητής για να κολυμπήσεις στη χαώδη θάλασσα του νου του, κάνοντας βουτιά στα τρίσβαθα της σκέψης του για να τον εννοήσεις. Πρέπει να γίνεις σύγχρονα Δαρβινικός και πάνω σε μιαν άλλη ανθρώπινη πλευρά αξιοκράτης, δομώντας αντιτιθέμενες στον Κρόνο – χρόνο που τρώει τα παιδιά του, πάγιες ανθρώπινες αξίες, για να αναστείλεις το χαμό, τότε μόνο προκύπτει φως. «Η ζωή είναι θάνατος και ο ύπνος ζωή», λέει, που σημαίνει ότι όταν ζεις δεν ζεις και ζεις μόνο όταν δεν δουλεύει το μυαλό και είσαι κοιμισμένος.
Ο ίδιος νοιώθει νεκροζώντανος.
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για αυτό τον συντηρητικό ανάρχα που έχει βαλθεί να εξηγήσει τους νόμους της απροσδιοριστίας μιας φύσης που ενώ φαίνεται αρμονική, πίσω από αυτήν δεν είναι, μη διστάζοντας να τα βάζει με ανθρώπους και θεούς, όχι χαϊδεύοντας αλλά τσακίζοντας τα σύμβολά τους, με τα λόγια της φωτιάς και τα αιρετικά γραφτά του. Τους ανθρώπους τους θέλει σε άλλη βάση, με συγκεκριμένες ηθικές και πνευματικές αξίες, ικανές να αντιμετωπίσουν την απροσδιοριστία και να δομήσουν μια κοινωνία συμπαγή, καθαρά Ελληνική και απομυθοποιημένη, απεγκλωβισμένη από καταστάσεις χάους, προσωποπαγούς ωφελιμότητας και ιδεοκρατίας. Εάν ο Ηράκλειτος λέγεται χαοτικός στη βαθύτερη διδασκαλία του προκύπτει ο ισχυρότερος πολέμιος του χάους. Ο Ηράκλειτος μιλώντας για το χάος είναι πλήρως αντι-χαοτικός.
Βρίζει ως και τους γιατρούς που τους θεωρεί αφιλοσόφητους κι αλμπάνηδες, προσπαθώντας να θεραπεύσει μόνος του την «υδροπυκία», κοινώς «ασκίτης» που εκδηλώνεται με οίδημα στην κοιλιά, κοινώς «τουμπανιασμα. Τώρα γνωρίζουμε πως ήταν ηπατοπάθεια, η οποία στην περίπτωση του οφειλόταν προφανώς σε υποπρωτεϊναιμία από ασιτία καθώς ζούσε σαν λύκος στην ερημιά στην οποία αποσύρθηκε καταθλιμμένος και υποσιτιζόμενος, τρώγοντας μόνο λίγα χόρτα.
Το πρόβλημα αυτό της υγείας του προσπαθούσε να το αντιμετωπίσει βάσει της φιλοσοφικής του θερμοδυναμικής θέσης, βάζοντας στην πρησμένη κοιλιά του ξηρή θερμότητα για να μη χαθεί η εσωτερική φωτιά του.
Ο Ηράκλειτος ήξερε πως πέθαινε…
Όταν τον ανακάλυψαν νεκρό πλέον στο βουνό, είπαν πως σκεπασμένο με κοπριά που την είχε βάλει επάνω του για να ζεσταθεί τον βρήκαν και τον ξέσκισαν οι σκύλοι και είχε το τέλος που του άξιζε. Αλλά και κάποιοι άλλοι λέγανε πως σκεπασμένος με άμμο ξεψύχησε κοιτώντας τον ήλιο του Αιγαίου, ενός Αιγαίου που του το είχαν στερήσει οι συμπολίτες του. Δεν μπορούμε να μη σταθούμε σε ένα επίγραμμα που κάποιος τους αφιέρωσε και λέει:
«Τι με τραβολογάτε άθλιοι, δεν νοιάστηκα για εσάς αλλά για κάποιον άλλον, ο άνθρωπος αυτός για μένα αξίζει μυριάδες τρεις ενώ οι αμέτρητοι εσείς δεν φτουράτε ούτε έναν».
Αυτός με λίγα λόγια ως περίγραμμα ήταν ο Ηράκλειτος που κάποιοι τον είπαν σκοτεινό, αταξικό και άθεο, εκπρόσωπο του χάους και της αναρχίας και αντιδημοκράτη, βάζοντάς του ως έμβλημα της φιλοσοφίας του το ταπεινό «τα πάντα ρει» που σαφώς τον υποβαθμίζει. Όμως, πιο ταξικός, συνεπής, νομοκράτης και αξιοκράτης αλλά και πλέρια δημοκράτης από τον Ηράκλειτο ίσως άλλος δεν προκύπτει. Το γιατί πλέρια δημοκράτης, διότι η πληρότητα της δημοκρατίας πρέπει να στοχεύει στην αναγωγή του ανθρώπου σε ευγενέστερη μονάδα, κύρια πνευματική και όχι υλική, πιστεύω.
Το λάθος του όμως ήταν ότι υπήρξε καταιγιστικός κι εγωκεντρικός, θεωρώντας «παιδιαρίσματα» τις γνώμες των άλλων, αλλά παρόλα αυτά, πιο ντόμπρος και καθάριος και σωστός στο συγκεκριμένο πεδίο του «γίγνεσθαι», άλλος δεν υπάρχει. Σήκωσε τη βέργα του και ούρλιαξε σαν λύκος για τον άνθρωπο και αυτοί που δεν κατάλαβαν τον σκότωσαν, χωρίς να έχει πειράξει ούτε έναν.
Ο Ηράκλειτος ως πολιτικό πρόσωπο
Η πολιτική δράση του Ηράκλειτου αρχίζει κατά τα φαινόμενα μεταξύ 510 και ως το 500 περίπου. Εξελίσσεται κατά τα χρόνια της προεργασίας της Ιωνικής επανάστασης, εποχή που οι εγκάθετοι τύραννοι παραιτούνται και συμβαίνουν οι σαρωτικές αλλαγές του πολιτεύματος στις Ιωνικές πόλεις.
Ο σκληρός και φιλοπερσικός βραχνάς των τυράννων της Εφέσου, του Αρισταγόρα και του Κώμα, τελειώνει, και δρα ένας επαναστατικός λαϊκός πυρήνας.
Η επανάσταση της Εφέσου μπορεί να παρομοιαστεί με μια υποβαθμισμένη Γαλλική, όπου στη Γαλλική επανάσταση πετάχτηκε επάνω το καπάκι μιας χύτρας που έβραζε, ενώ στην Ιωνική το έβγαλαν οι ίδιοι οι τύραννοι.
Σε πόλεις της Ιωνίας στις οποίες οι τύραννοι ήταν πολύ σκληροί, θανατώθηκαν από τον ατμό της οργής που πετάχτηκε απασφαλίζοντας τη χύτρα. Σε άλλες πόλεις οι ήπιοι αντιμετωπίστηκαν ανάλογα, σαν η χύτρα της λαϊκής οργής να μην είχε κάτωθεν του καπακιού κοχλάσει. Στην Έφεσο η αντίδραση υπήρξε μέτρια προς ισχυρή. Ο Ηράκλειτος προσπαθεί να μη συμβούν φαινόμενα ακραία. Είναι πατριώτης αλλά και δημοκράτης με προδιαγραφές, κρατώντας μέχρι τότε στάση αναμονής. Δεν απαντάται να έχει μετάσχει ως τότε στα κοινά, αν και θα μπορούσε ως αριστοκράτης και απόγονος του μεγάλου οικιστή, του Κοδρίδη Άνδροκλου, που προκύπτει ότι ήταν. Ο πατριωτισμός του βγαίνει μέσα από τα γραφτά του και η πολιτική του συμπεριφορά στα κρίσιμα χρόνια της αλλαγής του πολιτεύματος.
Όταν η αλλαγή του πολιτεύματος γίνεται απότομα, ας πούμε από την τυραννία στη δημοκρατία, στα χαοτικά χρόνια της γέννησης της αιμάτινης μικρής που ονομάζεται Δημοκρατία, το ρόλο της μαμής τον παίζει ένα διευθυντήριο, όπως συνέβη στη Γαλλική επανάσταση. Σε αυτό δεν γνωρίζουμε αν μετείχε ο Ηράκλειτος, μετείχε όμως όπως φαίνεται ένας φίλος του, ο Ερμόδωρος, τον οποίο ο Ηράκλειτος τον θεωρούσε αξιότερο όλων να ηγηθεί μια θέσης ανάλογης του επώνυμου άρχοντα της Αθήνας. Τηρουμένων των αναλογιών με τη Γαλλική επανάσταση, σε υποδεέστερη κλίμακα βεβαίως, ο Ερμόδωρος πρέπει να ήταν ένας ήπιος Δαντόν ή Μαρά ή και Ροβεσπιέρος ακόμη, ηγούμενος της μερίδας των συντηρητικών. Μασσαλιώτιδα ως θούριος δεν υπήρξε, γιατί όπως είπαμε η αλλαγή του πολιτεύματος δεν ήταν δυναμική (άσχετα αν υπέβοσκε) αλλά προσδιοριστική σε βάση λαϊκή. Υπήρχε όμως ένας Ευγένιος Ποτιέ, μέσω της μορφής ενός φτωχού ποιητή που ξεσήκωνε το λαό με τους στίχους του κατά της αδικίας (λέγοντας περίπου -εμπρός της γης οι κολασμένοι, η πείνα και το δίκαιο από το στομάχι βγαίνει), ο οποίος λεγόταν Ιππώναξ.
Είναι εκπληκτικό πως η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται σε άλλη κλίμακα με αλλαγμένα ρούχα.
Ο Ηράκλειτος πίστευε πως ήταν ευκαιρία για να δημιουργηθεί μια κοινωνία αξιών μέσα στη δημοκρατία και όχι μια κοινωνία δημοκρατίας μέσα από την οποία θα προερχόντουσαν οι αξίες. Ήταν σίγουρα ερειστικός με θέσεις συχνά ακραίες και αντίθετες στη λαϊκή βάση, σα να πούμε θέσεις ελιτίστικες ενός μπουρζουά επαναστάτη, ωρυόμενος ότι τις πράξεις του ανθρώπου πρέπει να τις καθοδηγούν τα ανώτερα όργανα που είναι το κεφάλι και όχι τα κατώτερα που είναι το στομάχι.

Ότι ήταν πατριώτης κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει καθώς επιτίθεται στον Πυθαγόρα βρίζοντάς τον ότι κομίζει στον Ελληνισμό ξενόφερτες ιδέες, κυρίως Βαβυλώνιες και Αιγυπτιακές μέσω της αριθμοσοφίας και της μετεμψύχωσης, εκτρέποντας τη σκέψη προς τους αριθμούς και τη ζωή στην επαναφορά της, ενώ η σκέψη είναι αναντικατάστατη και η ζωή μοναδική.
Ποια ζωή όμως; Όλοι μας είμαστε νεκροζώντανοι, εσώψυχα πιστεύει.
Η πατριωτική του θέση φαίνεται επιπλέον από τη φημολογούμενη άρνησή του να συναντήσει το Δαρείο ο οποίος τον είχε προσκαλέσει στα Σούσα, διότι η φιλοσοφία του αείζωου πυρός του Ηράκλειτου συνέπιπτε με τη Ζωροαστρική πίστη του Πέρση ηγεμόνα. Αν ήταν άλλος στη θέση του Ηράκλειτου, σαφώς θα είχε πάει.
Ότι ήταν δημοκράτης, προκύπτει διότι μέχρι της έναρξης της δημοκρατίας δεν απαντάται να μετέχει στον ηγεμονικό πυρήνα. Δραστηριοποιήθηκε πολιτικά κατά τα φαινόμενα στην έναρξη της δημοκρατίας και κανείς στην εποχή του δεν τον κατηγόρησε για αντιδημοκράτη αλλά μάλλον με τα σημερινά δεδομένα θα του ταίριαζε ο τίτλος του αξιοκράτη δημοκράτη αντεπαναστάτη.
Άλλο αντιδημοκράτης και άλλο αντεπαναστάτης και δη αξιοκρατικά δημοκρατικός. Ο αντιδημοκράτης δεν θέλει δημοκρατία, ο αντεπαναστάτης καταπολεμά την επανάσταση, ο δε αξιοκράτης αντεπαναστάτης δημοκράτης δεν θέλει μια τέτοια δημοκρατική επανάσταση με τους επαναστάτες να καταλαμβάνουν θώκους εξουσίας, και κάνει επανάσταση μέσα στην επανάσταση, όπως ο Μπακούνιν. Να μη μετέχουν οι επαναστάτες στην εξουσία της δημοκρατίας, πρέπει να υπήρξε μια αρχή του. Προωθείστε την αξιοκρατία, αποδεχτείτε τον καλύτερο ως τον πρώτο όπως συμβαίνει στη φύση και όχι να ψηφίζετε αυτούς που σας χαϊδεύουν τα αυτιά και είναι το κατακάθι, φαίνεται πως υποστήριζε. Άκομψα βέβαια και έξω από τα δόντια, μη σηκώνοντας μύγα στο σπαθί του, προσπαθώντας να αποτρέψει μια τραγωδία, όχι ως ον της πολιτικής αλλά σαν πολιτικό ον της πόλης, έντιμο.
Ο Ηράκλειτος εμφανίζεται ως ένας Νίτσε και Μπακούνιν μαζί.
Τελικά, είχε δίκιο. Μια τραγωδία πραγματώθηκε όταν οι Ίωνες επιτέθηκαν σαν ορδή πλιατσικολόγων στις Σάρδεις όπου μη μπορώντας να την καταλάβουνε την έκαψαν μαζί με το ναό της και σύντομα ηττήθηκαν οικτρά σε στεριά και θάλασσα. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφεί πλήρως η Μίλητος.
Η Έφεσος δεν πειράχτηκε, διότι ο Δαρείος ήταν κάπου δίκαιος και τιμώρησε σκληρά τον πρωτεργάτη, τη Μίλητο.
Αντιθέτως, η Έφεσος φαίνεται πως ωφελήθηκε γιατί έμεινε το μεγαλύτερο λιμάνι στα μικρασιατικά παράλια.
Ο απρόβλεπτος χαοτικός παράγων
«Η έρις των ανόμοιων , δημιουργεί. H ειρήνη των ομοίων , θανατώνει.
Βασιλιάς πάντων είναι ο πόλεμος και ρυθμιστής των πάντων»

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2011

ΠΕΡΙ ΗΘΙΚΗΣ - KAI TO ''ΑΡΑ'' ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

« Θα ήταν ενδιαφέρον να γίνει γνωστό τι είναι αυτό που φοβίζει περισσότερο τους ανθρώπους. Το να κάνουν ένα νέο βήμα, το να εκστομίζουν μια νέα λέξη...» 
Fyodor Dostoyefski

Η κρίση και η κριτική είναι αδιαμφισβήτητα πανανθρώπινο προνόμιο που προφυλάσσεται και ενισχύεται από το γνήσιο δημοκρατικό πολίτευμα. Η κριτική προσέγγιση διαφόρων απόψεων και θεωριών όμως, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ασύδοτα και ανερμάτιστα προκειμένου να εξυπηρετήσει δογματικά την ανάγκη επιβολής κάποιας άποψης. Ως «μέτρο» λοιπόν είναι ανάγκη να τεθεί η ηθική, στη γνήσια βέβαια και αντικειμενική θεώρησή της.

Η ηθικότητα, ως ιδιότητα ενός ατόμου που ακολουθεί τα χρηστά ήθη της κοινωνίας στα πλαίσια της οποίας ζει και αναπτύσσεται, θα πρέπει οπωσδήποτε να θεωρηθεί από διαχρονική σκοπιά. Η διαχρονική θεώρηση εν προκειμένω κρίνεται απαραίτητη εφόσον η έννοια της ηθικής σε πολλές φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας λαμβάνει διάφορες διαστάσεις, προσαρμοσμένη στον εκάστοτε ευρύτερο χωροχρονικό χαρακτήρα. Η ηθικότητα εφόσον περικλείει στο εννοιολογικό της πλαίσιο εκείνα που ο άνθρωπος πρέπει να πράξει, την ενδεδειγμένη στάση ζωής, δε θα ήταν δυνατό να μην ενταχθεί στους κόλπους της Φιλοσοφίας, της φιλοσοφικής επιστήμης και αναζήτησης. Πράγματι η Ηθική αποτελεί τομέα της Φιλοσοφίας, όπου με λογικά κριτήρια γίνεται προσπάθεια να αναδυθούν εκείνοι οι κανόνες συμπεριφοράς που αρμόζουν στον άνθρωπο.

H Ηθική κάτω από φιλοσοφική άποψη και ως επιστήμη είναι γέννημα του ελληνικού πνεύματος. Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισε στα χρόνια της αθηναϊκής δημοκρατίας με πρωτοπόρο το Σωκράτη, ο οποίος αγωνιζόταν να δώσει αντικειμενική απάντηση σε καίρια ερωτήματα περί δικαιοσύνης, ανδρείας και νόμων. Η στάση ζωής που εφαρμόζει κάθε άνθρωπος εξελίσσεται μέσα στα ηθικά πλαίσια που οριοθετούν το φάσμα των πράξεών του. Οι αντιλήψεις περί ηθικής όμως είναι αποτέλεσμα των επιδράσεων -συστηματικών και μη- που θα τύχει από το ευρύ κοινωνικό περιβάλλον. Με λίγα λόγια η ηθική είναι αποτέλεσμα παιδείας, αγωγής. Αυτές οι αντιλήψεις προκύπτουν από το φιλοσοφικό στοχασμό του Σωκράτη, ο οποίος αναφωνούσε ότι κανείς δεν είναι κακός με τη θέλησή του, αλλά την κακία του την οφείλει σε άγνοια του καλού. Έτσι λοιπόν ο μεγάλος φιλόσοφος αφιέρωσε τη ζωή του στην προσπάθεια διαπαιδαγώγησης των νέων, ώστε να κατανοήσουν την οδό του δέοντος, της ηθικής στάσης ζωής που θα οδηγήσει στην προσωπική και κοινωνική ευημερία.

Προς την ίδια αντίληψη σχετικά με την ηθική κινείται και ο Σταγιρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης, ο οποίος μας εξηγεί στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια» ότι  η ηθική γεννιέται από τη συνήθεια, από  όπου  και  το  όνομα απέκτησε, που μικρή διαφορά παρουσιάζει το έθος. Οι ιδέες σχετικά με το  καλό και το κακό, το έντιμο και το ανέντιμο, το δίκαιο και το άδικο παγιώνονται στην  πορεία της ανθρώπινης ζωής και  εκδηλώνονται μέσα από το πρακτικό πλέον « έθος », το ευρύ φάσμα δηλαδή των συστηματικών πράξεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Το διευρυμένο εννοιολογικό περιεχόμενο της ηθικής καλύπτει, καθώς γίνεται αντιληπτό, αναρίθμητους επιμέρους τομείς δράσης του ανθρώπου, όπως την πολιτική πτυχή ενέργειάς του, την προσπάθεια ικανοποίησης υλικών αναγκών, τον αγώνα κατάκτησης γνώσης.

Ο φιλοσοφικός στοχασμός με την ιστορική του συνέχεια αγγίζει τη σύγχρονη εποχή και εφαρμόζεται ανάλογα. Ο Γρ.Κωσταράς, καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών θα πει στο έργο του «Φιλοσοφική προπαιδεία»: Η φιλοσοφία διαιρείται σήμερα σε πολλούς κλάδους, διότι αναφαίνονται νέα προβλήματα και τίθενται καινούρια ερωτήματα. Μερικά από αυτά υπήρχαν εν υπνώσει, η εποχή μας ωστόσο τα έκαμε εκρηκτικά. Από τον κλάδο της αξιολογίας βλασταίνουν θαλεροί κλώνοι: η «Ηθική του επιχειρηματία» ή η «Ηθική των επιχειρήσεων». Οι τρόποι και οι ρυθμοί ζωής μεταβάλλονται. Η αξία της ηθικής όμως παρουσιάζεται αδιάβλητη. Η ηθική θεμελιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη, ωθεί το άτομο στο να αντεπεξέλθει με σύνεση και επιτυχία στους εκάστοτε προβληματισμούς και στα πολύμορφα προβλήματα που διαρκώς τίθενται ενώπιόν του.

Αδιαμφισβήτητο έρεισμα των ανθρώπινων ενεργειών και ιδεών αποτελεί εν τέλει ηθική. Με τον τρόπο ζωής που ακολουθεί τα χρηστά ήθη, τους διαχρονικούς και ασάλευτους ηθικούς κανόνες συμπεριφοράς, ο άνθρωπος παγιώνεται ως « πολιτικόν ζώον » κατά τον Αριστοτέλη, ως ζωντανός οργανισμός δηλαδή που από τη φύση του είναι προορισμένος να ζει σε οργανωμένη κοινωνία. Η αξία της ηθικής επομένως δύναται να κριθεί ως αντικειμενικά αποδεκτή.
---------------------------------------------------------------
Ο Μέγας Γάλλος σκηνοθέτης Γκοντάρ  και Έλληνας πλέον τάραξε τα νερά στην Ευρώπη αναφέροντας ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να πληρώνουν τέλη για την χρήση του ΄΄άρα΄΄ του Αριστοτέλη .
Λίγοι το κατάλαβαν ...
Στην φιλοσοφία του ο Αριστοτέλης αναιρεί την θεωρία των ιδεών του δασκάλου του Πλάτωνα. Έτσι, από τον μεταφυσικό κόσμο των ``ιδεών΄΄, ο Αριστοτέλης προσγειώνεται στον κόσμο που μας περιβάλλει και δέχεται ότι είναι αληθινός, απορρίπτοντας την άποψη ότι η πραγματικότητα υπάρχει σε κάποιον άλλον κόσμο. Ο Αριστοτέλης δεν απορρίπτει την ``ιδέα΄΄ του Πλάτωνα ως αρχή του κόσμου, αλλά δέχεται ότι δεν είναι δυνατόν τα αισθητά πράγματα να αποτελούν είδωλα της ιδέας, γιατί η ιδέα είναι μια και αδιαίρετη, ενώ τα αισθητά αντικείμενα είναι άπειρα. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί και το ``επιχείρημα του τρίτου ανθρώπου΄΄ στο βιβλίο του ``Μεταφυσικά΄΄. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Αριστοτέλη, δυο άνθρωποι Α και Β μοιάζουν γιατί αποτελούν είδωλα της ιδέας Γ. Όμως το Α δεν μοιάζει με το Γ, άρα θα πρέπει να οριστεί μια ανώτερη ιδέα Δ. Ομοίως το Β δεν μοιάζει με το Γ, άρα θα πρέπει να οριστεί μια ανώτερη ιδέα Ε. Και αυτός ο επιμερισμός θα συνεχίζεται έπ’ άπειρον, όποτε καταλήγουμε σε άτοπον.

Κατά τον Αριστοτέλη, ο αισθητός κόσμος είναι και ο πραγματικός και η ουσία των όντων εμπεριέχεται στον κόσμο αυτό, δηλαδή στον κόσμο που μας περιβάλλει και σε κανέναν άλλο μεταφυσικό ή νοητικό κόσμο. Το ον (αυτό που υπάρχει) χαρακτηρίζεται από δευτερεύοντα χαρακτηριστικά που εκφράζουν ιδιότητες του, όπως ποσότητα, ποιότητα κτλ. Τα χαρακτηριστικά αυτά ονομάζονται ``συμβεβηκότα΄΄ και έχουν δευτερεύουσα σημασία για το ον. Έτσι, αν το χρώμα ή οι διαστάσεις μιας καρέκλας αλλάξουν, τότε αυτή δεν θα παύσει να είναι καρεκλά, δεν θα μεταβληθεί η ουσία της. Αντιθέτως, αυτό που έχει πρωτεύουσα σημασία για το ον είναι η ``ουσία΄΄ (αυτό που λέμε απλά ``η ουσία του πράγματος΄΄) από την οποία εξαρτάται η ύπαρξή του. Η ουσία είναι το βασικό χαρακτηριστικό του όντος που αν μεταβληθεί ή καταστραφεί, τότε μεταβάλλεται ή καταστρέφεται αντίστοιχα και το ον. Στο προηγούμενο παράδειγμα της καρέκλας είδαμε ότι αν αλλάξουν οι δευτερεύουσες ιδιότητές της, η ουσία της παραμένει η ίδια. Αν, όμως, κάψουμε την καρέκλα, τότε χάνεται και η ουσία ``καρέκλα΄΄.

Ο Αριστοτέλης διακρίνει 4 αιτίες σε κάθε εξέλιξη και μεταβολή. Οι αιτίες αυτές είναι: 
α) Η ύλη, το ``δυνάμει ον΄΄. Η ύλη είναι, για παράδειγμα, ένα κομμάτι από μάρμαρο. 
β) Η ενέργεια. Στο παράδειγμά μας η ενέργεια είναι η κατεργασία του μαρμάρου από κάποιον γλυπτή. γ) Η μορφή ή ``ενέργεια ον΄΄ ή ``ένυλο είδος΄΄. Στο παράδειγμα, η μορφή είναι το σχήμα και η εικόνα που θα δώσει στο άγαλμα ο γλυπτής, όταν το φιλοτεχνήσει. Δηλαδή, είναι το άγαλμα αποτελειωμένο. δ) Σκοπός ή ``τέλος΄΄ (=σκοπός στα αρχαία ελληνικά) ή ``ου ένεκα΄΄. Στο παράδειγμα, ο σκοπός είναι η επιθυμία του γλυπτή να φιλοτεχνήσει από το μάρμαρο ένα άγαλμα. Ο Αριστοτέλης αποκαλεί την μετάβαση της ύλης (μάρμαρο) σε μορφή (άγαλμα), ``κίνηση΄΄. Ο Αριστοτέλης, επίσης, αποκαλεί ``εντελέχεια΄΄ [εν + τέλος (=σκοπός) ] την κατάσταση κατά την οποία το ον έχει αποκτήσει την ολοκληρωμένη μορφή του (άγαλμα) που εμπεριέχει τον σκοπό του (επιθυμία για κατασκευή του αγάλματος). Ο σκοπός αυτός που εμπεριέχεται στη μορφή δεν είναι μόνον ο σκοπός του κατασκευαστή, αλλά και ο σκοπός του ιδίου του όντος να γίνει αυτό που επιθυμεί – έχει ως σκοπό – ο δημιουργός του! Για τον Αριστοτέλη η γέννηση, η αύξηση, η τελείωση και η φθορά των όντων και των πραγμάτων εντάσσονται σε αυτήν την εντελέχεια.

Ο Αριστοτέλης ήταν αυτός που κατασκεύασε τον όρο ``ηθική΄΄ από το λέξη ``έθος΄΄ που σημαίνει συνήθεια και προέρχεται από το ρήμα ``έχω΄΄. Ο Αριστοτέλης ένταση την ηθική ως αρετή. Κατά τον Αριστοτέλη, οι αρετές ανήκουν στο ``έλλογον΄΄(λογικό) μέρος της ψυχής, ενώ η ηθική ανήκει στο μέρος της ψυχής που μετέχει στο ``άλογον΄΄ (πάθη, ορμές, επιθυμίες, ηδονές) και το έλλογο μέρος της. Οι αρετές χωρίζονται στις ηθικές και τις διανοητικές. Οι διανοητικές αρετές είναι η σοφία, η σύνεση, η φρόνηση κ. α. Η απόκτησή τους είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας που συνδέεται και με τον χρόνο. Η κατάκτηση τους γίνεται, βασικά, με την βοήθεια του δασκάλου και γενικά του εκπαιδευτικού, και εξαρτάται από την διδακτική μέθοδο που αυτός εφαρμόζει. Από την άλλη μεριά βρίσκονται οι ηθικές αρετές. Παραδείγματα ηθικών αρετών είναι η ανδρεία, η εγκράτεια, η σωφροσύνη, η φιλία, η αγάπη, η πραότητα κ. α. Αυτές δεν είναι έμφυτες, δηλαδή δεν κληρονομούνται. Για παράδειγμα κάποιος δεν γεννιέται καλός ή κακός. Δεν βρίσκονται εκ φύσεως στον άνθρωπο. Εντούτοις, η ύπαρξή τους δεν είναι ``παρά φύσιν΄΄. Δεν έχουν καμία μεταφυσική προέλευση, αλλά αποτελούν φυσική δυνατότητα του ανθρώπου, δηλαδή ο άνθρωπος τις έχει μέσα του, ως μια φυσική προδιάθεση. Ο άνθρωπος έχει την ``δυνάμει΄΄ ικανότητα να αναδείξει τις ηθικές αρετές.

Η ανάδειξη των ηθικών αρετών από τον άνθρωπο θα τον οδηγήσουν στην τελείωση που είναι και ο σκοπός του. Η κατάκτηση της Αρετής θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην ευδαιμονία, την πραγματική ευτυχία. Η κατάκτηση των ηθικών αρετών δεν μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο, παρά με το ``έθος΄΄, τη συνήθεια. Έτσι, επαφίεται στον ίδιο τον άνθρωπο να αγωνιστεί για την κατάκτηση των ηθικών αρετών. Για την απόκτηση των ηθικών αρετών με τη συνήθεια χρειάζεται η (εξ)άσκηση και ο εθισμός σε αυτές με την επανάληψη. Με αλλά λόγια, κάποιος δεν μπορεί να αποκτήσει την ηθική αρετή, για παράδειγμα της εγκράτειας, αν καθημερινά στη ζωή του δεν εξασκείται σε αυτήν και δεν την εφαρμόζει πάντα και παντού. Εντούτοις, είναι σημαντικός και ο ρόλος του κατάλληλου δασκάλου και γενικά του κατάλληλου ανθρώπου (γονέας, εκπαιδευτικός) που με τον κατάλληλο τρόπο, την σωστή διδασκαλία θα διδάξει στον νέο τις ηθικές αρετές. Άρα, είναι και ζήτημα σωστής παιδείας την οποία οφείλει να παρέχει το κράτος και προφανώς και η οικογένεια. Η κατάκτηση της Αρετής είναι επίμονη και επίπονη προσπάθεια και με την επανάληψη (``έξις΄΄) καλείται ο άνθρωπος να αγωνιστεί για να την αποκτήσει. Όταν την κατακτήσει θα έχει κατακτήσει συνάμα και την ευτυχία.

Ο Αριστοτέλης μίλησε και για το μέτρο που πρέπει να διακρίνει τις πράξεις μας που το αναφέρει ως ``μέσον΄΄ ή ``μεσότητα΄΄. Ο Αριστοτέλης εννοούσε ότι το ``μέτρον΄΄ είναι το μέσον ανάμεσα σε δύο ακραίες καταστάσεις. Το μέσον δεν το εννοεί γεωμετρικά σαν το μέσον ενός ευθυγράμμου τμήματος, γιατί τότε είναι αντικειμενικό και ποσοτικό. Το εννοεί ως το μέσον δύο ακραίων καταστάσεων. Έτσι η ανδρεία είναι η μεσότητα μεταξύ της δειλίας και της θρασύτητας (υπερβολικού θάρρους). Η σωφροσύνη είναι η μεσότητα ανάμεσα στην ακρότητα της ακολασίας, της ηδονής των αχαλίνωτων απολαύσεων των υλικών αγαθών και την ακρότητα της αναισθησίας για τα υλικά αγαθά. Η τελευταία σχετίζεται με την λιτότητα που προτείνει, εκτός των άλλων, ο Πλάτων. Επίσης, η πραότητα στον χαρακτήρα είναι το μέσον μεταξύ του ανθρώπου που οργίζεται εύκολα και αυτού που είναι αναίσθητος για τους γύρω του. Γενικά, ο Αριστοτέλης τονίζει ότι η μεσότητα ανάμεσα στα δύο άκρα – που είναι ποιοτική και υποκειμενική – πρέπει να διακατέχει την συμπεριφορά μας. Σε περίπτωση που αυτό δεν συμβαίνει ο οδηγούμαστε σε αρνητικές καταστάσεις που μας κάνουν δυστυχισμένους, αν όχι βραχυπρόθεσμα, σίγουρα μακροπρόθεσμα. Όσοι αναγνώστες δεν συμμερίζονται την αξία του αρχαιοελληνικού μέτρου, θα τους πείσει η ίδια η ζωή, αν ήδη δεν το έχει κάνει…
ΕΡΕΥΝΩ άρα ΥΠΑΡΧΩ

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ - ΕΝΑΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ


H Θόλος/Θυμέλη μετουσιώνεται εις Ναόν/Νούν πνευματικής εκπομπής θείων ιδεών ,τροφοδοτούσα την ανθρωπότητα με θυμίαμα αληθινών απαντήσεων ουρανίου κάλλους ,τας οποίας με μεγαλοφροσύνη διασπείρει προς όλας τας κατευθεύνσεις ο πέτρινος λόγος των διακοσμημάτων της.
--------------------------------------------

Στους ναούς του Ασκληπιού προσερχόταν ,ικέτες ,οι πάσχοντες απο νόσους ή τραύματα προκειμένου να θεραπευθούν απο τον ίδιο τον θεό . Εναν θεό θεραπευτή.Το θεραπεύειν ανήκει στην φύση και την ουσία του και που σώζει ανθρώπινες ζωές ή ανακουφίζει απο τους πόνους. Ο Ασκληπιός ειναι υιός του Απόλλωνος ,επίσης θεραπευτού. Οι ναοί του Ασκληπιού ,τα Ασκληπιεία ήσαν λατρευτικοί τόποι,σχολές όπου οι νεαροί ιατροί μαθήτευαν στο πλευρό εμπείρων ιατρών , που υπηρετούσαν στα ιερά ως ιερείς , και θεραπευτήρια. Το να είναι ιατροί αποτελούσε προϋπόθεση της ιερατικής τους ιδιότητος.
Παράλληλα ,για να προσφέρουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα θεραπευτήρια τις υπηρεσίες τους στους πάσχοντες ανθρώπους και μερικές φορές και σε ζώα σύμφωνα με μαρτυρίες ,ήταν απαραίτητη προυπόθεση να λειτουργούν πρώτα και κυρίως ως λατρευτικοί τόποι του Ασκληπιού. Οι ικέτες πρίν εισέλθουν στον ναό ,έπρεπε να λουσθούν και να καθαρθούν και ύστερα να προσφέρουν θυσία στον θεό ,ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του. Στη συνέχεια όταν πιά είχε δύσει ο ήλιος εισερχόταν στο ιερό ,άνευ πληρωμής . Ξάπλωναν κάτω ξεσκέπαστοι και αποκοιμιόντουσαν.Διαδικασία εγκοίμησις στην διάρκεια της οποίας ο θεός Ασκληπιός εμφανιζόταν σε κάθε ικέτη ξεχωριστά, σε ένα όνειρο που όμως δεν ήταν όνειρο. Στην πραγματικότητα,όπως όλα μαρτυρούν ,επρόκειτο για μιά Ιεροφάνεια ,μία Ιεροφάνεια ξεχωριστή για κάθε ικέτη και είχε προφανώς θεραπευτικό σκοπό.

Ο κυριώτερος τρόπος μέσω του οποίου οι θεοί φανερώνονται στούς θνητούς κατά την αρχαία μας παράδοσης είναι η Ιεροφάνεια και η Ιεροφάνεια συντελείται κυρίως στο πλαίσιο των ιερών μυστηρίων και αποτελεί την κορύφωσή τους. Η θεεική Ιεροφάνεια  όμως ειναι δυνατόν να συμβεί και σε μή μυστηριακές τελετές , δηλαδή απλά σε βωμούς και μέσα στους ναούς των θεών. Στα Ελευσίνια Μυστήρια , τα Μεγάλα Μυστήρια ,τελούμενα ανα πενταετία , η θεά Περσεφόνη εμφανιζόταν στούς μύστες. Ηταν η Ιεροφάνεια της θεάς στην τελευταία νύκτα των Μυστηρίων – Ιερά Νύκτα – που διαρκούσαν εννέα ημέρες, χωρίς αυτό να θεωρείται ως θαύμα.

Εμφανιζόμενος λοιπόν ο Ασκληπιός σε κάθε ικέτη , άλλοτε τους θεράπευε απλώς αγγίζοντάς τους,άλλοτε μέσω  φαρμακευτικής και χειρουργικής θεραπείας,άλλοτε δια της υπόδειξης της θεραπείας που έπρεπε να ακολουθήσουν.
Στην συνέχεια όταν οι ικέτες ξυπνούσαν , αφηγούνταν το όνειρο στους ιερείς ιατρούς ,οι οποίοι ερμήνευαν τις υποδείξεις του Θεού Ασκληπιού και εφήρμοζαν την αγωγή που υπέδειξε ο Θεός.Τα φάρμακα , αν είχαν κόστος τα πλήρωναν μόνο οι εύποροι . Τα φάρμακα παρείχοντο δωρεάν στους φτωχούς. Απο μαρτυρίες των ικετών , ο θεός εμφανίζετο  άλλοτε ευγενικός ,γενειοφόρος , κρατώντας ένα ραβδί και άλλοτε ως λεπτός νέος με γλυκειά και αρμονική φωνή. Απο μαρτυρίες των ικετών κατά την διάρκεια της Ιεροφάνειας ο Ασκληπιός εκτελούσε και χειρουργικές επεμβάσεις.Εκτός απο τραύματα και ασθένειες ,ο Ασκληπιός θεράπευε και ψυχικά νοσήματα.
Ο ιατρός Γαληνός γράφει σχετικά
Και δεν ειναι ολίγοι οι άνθρωποι που όσα χρόνια και άν νοσούσαν στις διαθέσεις των ψυχών τους,εμείς του κάναμε υγιείς ,αποκαθιστώντας το μέτρο στις συγκινήσεις τους και μεγάλος μάρτυρας του λογου μας αυτού ο πατρώος θεός Ασκληπιός ειναι , που πολλούς διέταξε να συγγράψουν ωδές ή μίμους κωμικούς και ορισμένα τργούδια να συνθέσουν ,καθως του θυμοειδούς τους οι κινήσεις είχαν γίνει περισσότερο σφοδρές του δέοντος και είχαν καταστήσει την θερμοκρασία του σώματος υψηλότερη απο αυτή που πρέπει να είναι,και άλλους πάλι , όχι λιγους και αυτούς τους διέταξε να επιδοθούν στο κυνήγι και την ιππασία και την άσκηση με όπλα . Αμέσως προσδιόρισε το είδος του κυνηγίου στο οποίο έπρεπε να επιδοθούν και το είδος των όπλων με τα οποία έπρεπε να κάνουν γυμνάσια. Διότι όχι μόνο ήθελε να διαγείρει το θυμοειδές αυτών των ανθρώπων ,που νοσούσε ,αλλά ορίζοντας την μορφή των γυμνασίων , θέλησε να το επαναφέρει στο σωστό μέτρο.
Αναθηματικές στήλες στα Ασκληπιεία με τα ονόματα των ιαθέντων και την νόσο μαρτυρούν και συνάμα πιστοποιούν του λόγου το αληθές .Ουδέποτε έχει υπάρξει αμφισβήτηση στον αρχαίο κόσμο για τα θεραπευτήρια – Ασκληπιεία. Αντιθέτως υπήρχε μεγάλη εκτίμηση.
Ιπποκράτης , Ρούφος και Γαληνός διαβεβαιώνουν οτι όντως οι ασθενείς έβλεπαν στην διάρκεια της εγκοιμήσεως τον θεό και εθεραπεύοντο απο αυτόν. Οι μαρτυρίες για τις θεραπείες του Ασκληπιού ειναι πολλές και σοβαρές τόσες ώστε να καθίσταται αδιαμφισβήτητο γεγονός , οτι πολλοί ασθενείς εθεραπεύοντο στα Ασκληπιεία.Προφανώς δεν εθεραπεύοντο όλοι οι ασθενείς , αφού δεν υπάρχει θεός που να μπορεί να υπερβεί τα όσα ορίζει η Μοίρα . Ανίατες, βαριές περιπτώσεις μπορούσαν όμως και αυτές να βρούν μία αρωγή,μία ανακούφιση,να τους προταθεί απο τον θεό μία αγωγή που θα λιγόστευε τις οδύνες τους.
Υπάρχει σαφής και διακηρυγμένη αντιπαράθεση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης.Στα Ασκληπιεία ο θεός που θεραπεύει ειναι η επιστήμη,η ιατρική,που ειναι συνάμα επιστήμη και τέχνη ανήκει στην ουσία του Ασκληπιού. Γι΄ αυτό άλλωστε στα Ασκληπιεία υπηρετούν ιατροί . Δηλαδή οι ιερείς του Ασκληπιού ειναι συνάμα και ιατροί. Παράλληλα ο ίδιος ο θεός συχνά θεραπεύει με επιστημονικό τρόπο. Χειρουργεί τους ασθενείς ,επινοεί,παρασκευάζει και χορηγεί φάρμακα,δίνει ψυχιατρικές συμβουλές.
Δεν ειναι τυχαίο άλλωστε οτι με την επικράτηση του Χριστιανισμού τα Ασκληπιεία ήταν το τελευταίο καταφύγιο των καταδιωκομένων Ελλήνων . Δεν ειναι τυχαίο άλλωστε οτι  οι θεοί με τους οποίους παρέμειναν ψυχικά δεμένοι οι Ελληνες απο την εποχή της επικράτησης του Χριστιανισμού μέχρι σήμερα ήταν,  ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος και ας μήν ανήκαν στο δωδεκάθεο. Ηταν θεοί ανθρώπινοι , γιατροί χωρίς σύνορα . . . του σώματος και της ψυχής που παρέμειναν γήινα.

----------------------------------------------------------
Γιος ενός θεού και μιας θνητής, ο Ασκληπιός δε συγκαταλεγόταν στους ισχυρούς θεούς που κατοικούσαν στον Όλυμπο, αλλά θεωρούνταν απλός ήρωας, που είχε θεϊκή καταγωγή.
Γέννηση του Ασκληπιού
Ο Απόλλωνας ήταν ζηλότυπος θεός και δυσαρεστήθηκε ιδιαίτερα όταν ένας κόρακας του αποκάλυψε ότι η ερωμένη του επρόκειτο να παντρευθεί ένα θνητό. Πρώτα, λοιπόν τιμώρησε για τα κακά μαντάτα τον κόρακα, αλλάζοντας το λευκό του φτέρωμα στο γνωστό μας μαύρο. Κατόπιν τιμώρησε την ερωμένη του καίγοντάς τη, αν και σε άλλη εκδοχή του μύθου ήταν η Άρτεμις που εξέθεσε την «άπιστη» Κορωνίδα (ή Αρσινόη). Πριν να αποτεφρωθεί εντελώς η Κορωνίς, ο Απόλλωνας διέσωσε το νήπιο που έφερε στη μήτρα της από τις φλόγες. Ο νεογέννητος Ασκληπιός χρειαζόταν κάποιον για να τον μεγαλώσει. Έτσι ο Απόλλωνας σκέφθηκε το σοφό κένταυρο Χείρωνα, μια άλλη ενδιαφέρουσα θεραπευτική μορφή της ελληνικής μυθολογίας, πιθανώς προ-ολύμπια, αφού τον συναντάμε να διατρέχει τις πεδιάδες της Κρήτης, όταν γεννήθηκε ο Δίας. Ο Χείρων, λοιπόν, ο εκπαιδευτής τόσων ηρώων όπως ο Αχιλλέας, ο Ακταίων, ο Ιάσων, ο Πάτροκλος, ο Πηλέας κ.α. ανέλαβε την εκπαίδευση του Ασκληπιού. Θα παρατηρήσουμε εδώ ότι ο Χείρων είναι σύμβολο μιας προαιώνιας σοφίας, αυτής που υπάρχει πριν από το σχηματισμό των θεών. Η σοφία του κένταυρου είναι σε σημαντικό βαθμό παρούσα στη διάπλαση των ηρώων της ελληνικής μυθολογίας. Είναι ένα από τα ζητούμενα στο ταξίδι της ηρωικής αναζήτησης και της ολοκλήρωσης του εαυτού.
Συνεπώς, αν και ο Απόλλωνας υπήρξε θεός της θεραπείας, ήταν ο Χείρων που δίδαξε τη θεραπευτική τέχνη στον Ασκληπιό. Στην ανατροφή ανακατεύεται και άλλο ένα αρχέτυπο της σοφίας –ολύμπιο αυτή τη φορά- η θεά Αθηνά, η οποία προσφέρει στον Ασκληπιό το πολύτιμο αίμα της Μέδουσας.
Ο μύθος της Άλκηστης
Το αίμα της Μέδουσας, αυτό που δόθηκε στον Ασκληπιό από την Αθηνά, διαιρείτο σε δύο μέρη, με βάση τη φλέβα από την οποία είχε αναπηδήσει. Το αίμα από τη δεξιά φλέβα θα μπορούσε να θεραπεύσει την ανθρωπότητα, ακόμη και από το θάνατο, ενώ το αίμα από την αριστερή φλέβα μπορούσε να θανατώσει. Τούτο το θάνατο βίωσε ο Χείρων από τα δηλητηριασμένα βέλη. Στον αρχετυπικό θρησκευτικό δυϊσμό, στην πάλη του θεραπευτικού καλού και του σκοτεινού κακού υποκύπτει ακόμη και η προαιώνια σοφία στους κοσμολογικούς μύθους της ανθρωπότητας, ακόμη και αν ακολουθεί η ανάσταση και η ανανέωση.
O Ασκληπιός ανατράφηκε για να γίνει ικανός θεραπευτής, αλλά όταν έφερε πίσω στη ζωή τον Καπανέα και τον Λυκούργο (σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου των Επτά επί των Θηβών) και τον Ιππόλυτο, το γιο του Θησέα, ανήσυχος ο Δίας για την εξουσία του πάνω στη ζωή και το θάνατο, σκότωσε τον Ασκληπιό με έναν κεραυνό. Μάνιασε ο Απόλλωνας, αλλά ο θυμός ενάντια στο βασιλέα των Θεών ήταν ανώφελος, κι έτσι έστρεψε το θυμό του ενάντια στους δημιουργούς των κεραυνών, τους Κύκλωπες. Εξοργισμένος ο Δίας ετοιμάστηκε να τον ξαποστείλει στον Τάρταρο, αλλά παρενέβη μια άλλη θεά, πιθανώς η μητέρα του Απόλλωνα, η Λητώ. Ο Δίας μετέτρεψε την τιμωρία του γιού του, στέλνοντάς τον υπηρέτη στον θνητό βασιλιά Άδμητο για ένα χρόνο. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υπηρέτης, ο Απόλλωνας συμπάθησε τον Άδμητο, έναν άνθρωπο που ήταν καταδικασμένος να πεθάνει νέος. Καθώς δεν υπήρχε πια ο Ασκληπιός με το φίλτρο του για να αναστήσει τον βασιλιά, ο Άδμητος θα χανόταν για πάντα όταν πέθαινε. Ως χάρη, ο Απόλλωνας διαπραγματεύτηκε έναν τρόπο για να αποφύγει ο Άδμητος τον Χάροντα. Αν πέθαινε κάποιος άλλος στη θέση του, ο Χάροντας θα του επέτρεπε να ζησει. Το μόνο πρόσωπο που ήταν πρόθυμο να προχωρήσει σε αυτή τη θυσιαστική πράξη, ήταν αγαπημένη σύζυγος τους Άδμητου, η Άλκηστις.
Την ημέρα που δόθηκε η Άλκηστις στον Χάροντα, στη θέση του Άδμητου, κατέφθασε στο παλάτι ο Ηρακλής. Ακούγοντας τις οιμωγές του θρήνου παραξενεύτηκε κι όσο κι αν προσποιήθηκε ο Άδμητος πως τίποτα δε συνέβαινε, οι υπηρέτες που τους έλειπε η αφέντρα τους, αποκάλυψαν την αλήθεια. Έτσι ο Ηρακλής ξεκίνησε για τον Κάτω Κόσμο, να φροντίσει για την επιστροφή της Άλκηστης στη ζωή. Ο ήρωας γίνεται θεραπευτής και τ' ανάπαλιν, ένα μυθικό μοτίβο που ανακυκλώνεται στην παγκόσμια ιστορία των θρησκειών.
Ήρωες Θεραπευτές
Η αναζήτησή μας για τα ίχνη της λατρείας του Ασκληπιού μας οδηγεί διαρκώς προς τα πίσω από τη Ρώμη στην Επίδαυρο και κατόπιν ανατολικά, στο νησί της Κω. Χρειάζεται επίσης να ταξιδέψουμε στη Μικρά Ασία, να ρίξουμε μια ματιά στο Ασκληπιείο της Περγάμου. Σε όλο αυτό το ταξίδι στο χρόνο και το χρόνο, βέβαια, δεν πρέπει να ξεχάσουμε την περιοχή και την πόλη που διαμόρφωσε το κέντρο του ελληνικού κόσμου, την Αττική και την Αθήνα, ούτε τη μεγάλη ποίηση και τους ομηρικούς μύθους που συνδέθηκαν με το όνομά του. Με αυτούς τους μύθους άλλωστε ήταν στενά συνδεδεμένοι οι Ασκληπιάδες, όσο και με τη λατρεία του θείου προγόνου τους. Αφ' ενός έχουμε την ομηρική ποίηση και αφ' ετέρου λατρευτικούς μύθους από ένα Ασκληπιείο, ή μάλλον ιερό αλσύλλιο του Απόλλωνα Κυπαρισσίου. Αυτοί οι δύο εντελώς διαφορετικοί τύποι αφήγησης διαφωνούν σε ένα ουσιαστικό σημείο. Για τον Όμηρο και τους επικούς ποιητές της ομηρικής σχολής ο Ασκληπιός δεν ήταν θεός αλλά θνητός ήρωας, ένας ήρωας που πέθανε και λατρεύτηκε μόνον νεκρός, όπως οι νεκροί βασιλικοί ήρωες. Στη διάρκεια ζωής του ήταν μόνο «άριστος ιατρός». Μαθαίνουμε στην Αττική τι σήμαινε η λατρεία ενός τέτοιου ήρωα ιατρού, από μια επιγραφή που αποκαλεί τον θεραπευτή ήρωα-ιατρό, προσδιορίζοντάς τον μάλιστα ως εν άστει.
Ο Ασκληπιός έκανε την ιερόπρεπη είσοδό του στην Αθήνα περίπου το 420 π.X.. Το άδυτό του χτίστηκε σε ένα σημείο προφυλαγμένο από τον αέρα στη νότια πλαγιά της ακρόπολης, κοντά στην πηγή που θεωρείτο ότι κατείχε θεραπευτικές ιδιότητες. Εδώ εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του, τις θεές Υγιεία και Επιόνη και τους γιους του. Η συγγένειά του με το Διόνυσο στην αττική γη αντανακλάται ίσως στο γεγονός ότι το ιερό του βρίσκεται πολύ κοντά στο θέατρο του Διονύσου, μοτίβο χωροτακτικό που βλέπουμε να επαναλαμβάνεται στον Μαραθώνα, όπου ο τύμβος του ήρωα-ιατρού βρίσκεται δίπλα στο ιερό του Διόνυσου.
Όμως, ο Ασκληπιός είναι ουσιαστικά η φυσική συνέχεια ή γεννήτωρ άλλων ηρώων-ιατρών της Αττικής. Στην Ελευσίνα συναντάμε τον Ορησίνιο και στη Ραμνούντα τον Αμφιάραω ή τον Αμφίλοχο, γιο του Αμφιάραω. Φαίνεται, λοιπόν, πως η είσοδος του Ασκληπιού στην αττική γη –και όχι μόνον- δεν είναι μια καινοτομία, αλλά η φυσική συνέχεια μιας μακράς παράδοσης θεραπευτών, οι οποίοι στην ηρωική εποχή των ομηρικών επών ή και προγενέστερα αναλαμβάνουν τον χαρακτηρισμό του ήρωα. Ο ήρωας στον αρχαιοελληνικό κόσμο συνδέεται σχεδόν πάντα με τη διαδικασία της θεραπείας, την κάθοδο στον κάτω κόσμο και την επιστροφή. Ας φύγουμε για λίγο όμως από την Αθήνα, να δούμε έναν άλλο μύθο, που προσδιορίζει καθοριστικά τις απόψεις των Ασκληπιάδων για τον Ασκληπιό. Ο Παυσανίας μιλά για ύμνους που ψάλλονταν στο ιερό του Ασκληπιού, στην Πέργαμο και αυτοί οι ύμνοι αναφέρουν έναν ήρωα, ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον ήρωα του έπους ή της τραγωδίας σχετίζεται παράδοξα με τα μυστικά της θεραπείας. Πρόκειται για τον Τήλεφο ο οποίος, πληγωμένος από τον Αχιλλέα, πληροφορήθηκε από τον απολλώνειο χρησμό πως εκείνος που τον πλήγωσε θα τον θεράπευε. Οι εορταστικοί ύμνοι στο ιερό της Περγάμου ξεκινούσαν με το όνομά του, όχι μόνο εξαιτίας της εξαιτίας του έπους του, αλλά της ιδιαίτερης σημασίας που είχε για τους απόγονους του Ασκληπιού.
Υπήρξε όμως ιδιαίτερα αγαπητός στους ανθρώπους, που τον τιμούσαν και τον σέβονταν. Ίσως επειδή δεν ήταν απλησίαστος και δεν προκαλούσε φόβο όπως οι υπόλοιποι θεοί. Αντίθετα, η θέση του ήταν πάντα κοντά στους ανθρώπους, για το καλό των οποίων πρόσφερε τις γνώσεις του.
Η φήμη του είχε απλωθεί σ' όλο τον ελλαδικό χώρο, αλλά κι έξω απ' αυτόν. Ο ιατρός θεός φρόντιζε να εξαπλωθεί η ιατρική και να θεραπεύονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι, να χτίζει ειδικά κτίρια όπου εκεί συγκεντρώνονταν οι ασθενείς αναζητώντας θεραπεία. Τη δραστηριότητά του συνέχιζαν στα ιερά του Ασκληπιού οι ιερείς του, οι Ασκληπιάδες. Ήταν τόσο μεγάλη η λατρεία του Ασκληπιού που αντιμετωπιζόταν ισοδύναμα με τους άλλους θεούς. Άλλωστε κι ο Ασκληπιός, όπως κι ο Ηρακλής, στο τέλος αποθεώθηκε, έγινε δηλαδή δεκτός στη θεϊκή κατοικία του Ολύμπου.
Η καταγωγή του, όπως είπαμε, ήταν θεϊκή. Υπήρξε ο καρπός ενός από τους πολλούς έρωτες του Απόλλωνα. Ο ωραίος θεός ερωτεύτηκε μια βασιλοπούλα, την όμορφη Κορωνίδα, κι απέκτησε μ' αυτήν ένα γιο. Προτού όμως γεννηθεί το βρέφος η νέα παραδόθηκε στον έρωτα ενός ξένου, που λεγόταν Ισχύς. Γρήγορα μετάνιωσε για την επιπόλαιη πράξη της, ήταν όμως πλέον αργά. Ο  Απόλλωνας, που κατάλαβε την απάτη της, εξοργισμένος ζήτησε από την αγαπημένη του αδερφή, την Αρτεμη, να τιμωρήσει τη νεαρή Κορωνίδα για την ασέβειά της. Η Ολύμπια θεά τότε σκότωσε με τα βέλη της την ίδια κι άλλες γυναίκες μαζί. Ίσως μάλιστα αυτή να ήταν η αιτία μιας μεγάλης θανατηφόρας επιδημίας που έπεσε στην περιοχή. Γι' αυτό πολλές φωτιές άναβαν για να καίνε τα πτώματα.
Όταν οι ανελέητες φλόγες τύλιξαν το νεκρό σώμα της βασιλοπούλας, ο Απόλλωνας που παρακολουθούσε, δεν άντεξε να βλέπει να πεθαίνει μαζί της και το παιδί του. Αμέσως όρμησε στη φωτιά, έβγαλε από την κοιλιά της μητέρας του το ζωντανό ακόμη βρέφος και το πήγε στη Μαγνησία, στον Κένταυρο Χείρωνα.
Ο Κένταυρος γνώριζε πολύ καλά τις ιδιότητες των βοτάνων. Μεγαλώνοντας κοντά του ο Ασκληπιός έμαθε την ιατρική τέχνη. Αρχισε να γίνεται μάλιστα τόσο γνωστός για τις θεραπευτικές του ικανότητες, ώστε από κάθε γωνιά της Ελλάδας έρχονταν να τον βρουν άνθρωποι άρρωστοι ή τραυματισμένοι, απογοητευμένοι, πολλές φορές, ότι θα γίνουν μια μέρα καλά. Ο Ασκληπιός τους διέψευδε και θεράπευε κάθε είδος νοσήματος. ’λλοτε τους έδινε την υγειά τους με βότανα, άλλοτε με θαυματουργικές αλοιφές που κατασκεύαζε ο ίδιος κι άλλοτε με μαγικά και προσευχές. Αλλους θεράπευσε από τη μανία, όπως λένε ότι έκανε στις κόρες του Προίτου, όταν η Ήρα τους έστειλε τρέλα. Αλλους τους έκανε και πάλι να περπατήσουν και σ' άλλους έδινε πίσω το φως τους.
Ενδεικτικό της μεγάλης δραστηριότητας που ανέπτυξε είναι ότι βρέθηκαν πάρα πολλά ιερά του διασκορπισμένα στον ελλαδικό χώρο. Βέβαια, πολλά δημιουργήθηκαν από τους ιερείς του. Το πιο ξακουστό είναι το Ασκληπιείο της Επιδαύρου και ακολουθούν της Αθήνας, της Κως, απ' όπου κατάγεται και ο πατέρας της ιατρικής επιστήμης ο Ιπποκράτης, και της Περγάμου. Όταν οι ασθενείς προσέρχονταν στο ιερό αναζητώντας θεραπεία, δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος, παρά μετά τον εξαγνισμό τους. Έπλεναν το σώμα τους, τελούσαν θυσία προς το θεό και έκαναν αυστηρή νηστεία. Το βράδυ γίνονταν δεκτοί στο ιερό όπου και θα περνούσαν τη νύχτα τους.
Ο Ασκληπιός, ως γιος του Απόλλωνα, είχε και μαντικές ικανότητες ή όπως πιστεύουν πολλοί φανέρωνε στους θνητούς τις αποκαλύψεις του πατέρα του σ' αυτόν, όπως παράδειγμα έκανε κι η Πυθία. Είτε αυτό ήταν αληθινό είτε όχι, ο Ασκληπιός έδινε πάντως τις ιατρικές του συνταγές με τη μορφή χρησμών. Οι ιερείς του υποστήριζαν, στους ασθενείς που διανυκτέρευαν στο ιερό του, πως ο θεός θα τους επισκεφτεί με μορφή ονείρου και θα τους φανέρωνε το φάρμακο που θα τους θεράπευε.
Ο μεγάλος ιατρός θεός όμως, όχι απλά θεράπευε κάθε ασθένεια, αλλά μπορούσε ν' αναστήσει ακόμη και νεκρούς. Έτσι όταν η θεά Αρτεμη του ζήτησε ν' αναστήσει τον αγαπημένο της Ιππόλυτο, τον επανέφερε στη ζωή.
 Αυτή η θαυματουργική ικανότητά του στάθηκε αιτία του θανάτου του. Λέγεται ότι με την ανάσταση κάποιου νεκρού θύμωσε πολύ ο Δίας και τυφλωμένος από την οργή του χτύπησε τον Ασκληπιό με τον κεραυνό του.
Αλλοι λένε ότι δεν ήταν η προσωπική οργή που έσπρωξε το βασιλιά των θεών να σκοτώσει τον Ασκληπιό, αλλά η οργή του Αδη. Ο θεός του Κάτω Κόσμου διαμαρτυρήθηκε στον Δία πως ο γιος του Απόλλωνα δεν άφηνε τους ανθρώπους να πεθάνουν, κι όλο και λιγότεροι έρχονταν στο βασίλειό του.
Ο πατέρας του, ο Απόλλωνας, πληγώθηκε βαθιά για το χαμό του γιου του. Τον είχε ήδη σώσει από το θάνατο μια φορά, όταν βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας του. Όμως, αυτή τη φορά ήταν ανήμπορος ν' αντιδράσει. Ήταν τόση η λύπη και η οργή του, που για να εκδικηθεί για το θάνατο του αγαπημένου του γιου, σκότωσε τους Κύκλωπες. Αυτοί είχαν δωρίσει στον Δία τον κεραυνό που κρατούσε πάντα στο χέρι του και που μ' αυτόν έκοψε το νήμα της ζωής του Ασκληπιού.