Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ - ΣΟΦΙΑ ΛΑΣΚΑΡΙΔΟΥ . Οι εραστές του Ελληνικού φωτός.

Περικλής Γιαννόπουλος – Σοφία Λασκαρίδου:





Πριν από ένα αιώνα περίπου, ένας ξανθός Αθηναίος με γαλανά μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Καβάλα σ” ένα λευκό άλογο φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, μια από τις λαμπρότερες ελπίδες των ελληνικών γραμμάτων. «Αυτοκτόνησε γιατί δεν βρήκαν απήχηση στο κοινό οι ιδέες του», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής. Η αληθινή όμως αιτία του θανάτου του Γιαννόπουλου βρισκόταν αλλού.. Λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του Γιαννόπουλου, τα κύματα του Σκαραμαγκά ξέβρασαν το πτώμα του. Ο θάνατος δεν είχε νικήσει την ομορφιά του, μόνο τα μαλλιά του είχαν γίνει κατάλευκα. Ο Γιαννόπουλος φορούσε λευκή φανέλα, κοστούμι και γάντια γκλασέ. Το ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του, είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. Ο αστυνομικός Ελευσίνος, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία. Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε: «…διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ” αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των». (Εφημερίδα «Πατρίς» 22/4/1910) Ποιές ήταν αυτές οι δύο γυναίκες; Τι σχέση είχαν με τον Γιαννόπουλο και γιατί χάθηκαν μετά χωρίς να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους; Οι εφημερίδες έκαναν μια μικρή εξόρμηση για να εξιχνιάσουν το μυστήριο, αλλά δεν μπόρεσαν να βρούν τίποτα. Ο Γιαννόπουλος πίστευε βαθιά στο απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής. Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. Μερικοί Αθηναίοι, ήξεραν ότι ο ποιητής συνδεόταν με μια γυναίκα. Είχαν δει τις σφιχταγκαλιασμένες σκιές τους να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη ή να κάνουν περίπατο ανάμεσα στα δέντρα της Ελευσίνας. Αλλά κανείς δεν είχε δει τίποτα περισσότερο, κανείς δεν ήξερε κάτι που να έριχνε φως στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή. Πρότυπο «Στέλλας Βιολάντη» Η γυναίκα εκείνη ήταν η Σοφία Λασκαρίδου. Αν η αποκάλυψη αυτή ερχόταν στην ώρα της, θα προκαλούσε στην κοινωνία της εποχής την ίδια ίσως συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Γιαννόπουλου. Η Σοφία Λασκαρίδου δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Είχε όλη την Αθήνα στα πόδια της. Ήταν όμορφη και πλούσια, δεχόταν τον βασιλέα Γεώργιο στο σπίτι της και δεν ερωτευόταν ποτέ. Ήταν φτιαγμένη από σκληρή πάστα, που δεν λύγιζε εύκολα. Ο Ξενόπουλος είχε πει ότι όταν έγραφε τη «Στέλλα Βιολάντη» είχε στο νού του το μελαχροινό κεφάλι της Σοφίας Λασκαρίδου. Ο πατέρας της είχε γεννηθεί στο Λονδίνο και η μητέρα της στο Παρίσι. Η ίδια μεγάλωσε με ελεύθερες και μοντέρνες ιδέες. Το πάθος της ήταν η ζωγραφική. Μπορούσε να κάθεται ώρες απέναντι από τη θάλασσα του Φαλήρου, σχεδιάζοντας βάρκες και κύματα. Μια μέρα ο πατέρας της, της έδωσε ένα περίστροφο: «Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, αφού απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι». Η Σοφία πήρε το περίστροφο και το έκρυψε στην τσάντα της. Αυτό το ίδιο περίστροφο θα στερούσε ύστερα από μερικά χρόνια τη ζωή του Περικλή Γιαννόπουλου. Νιάτα και ομορφιά.. Γνωρίστηκαν τυχαία στην Καλλιθέα το 1895, όταν η Σοφία γύριζε στο σπίτι της. Ο Γιαννόπουλος έκανε έναν από τους ατελείωτους περιπάτους του στο ύπαιθρο, κόβοντας λουλούδια από τους κήπους και σπέρνοντάς τα, κατά τη συνήθειά του, δεξιά και αριστερά. «Ερχόταν αντίθετα από εμένα», διηγείται η Σοφία Λασκαρίδου. «Λίγα βήματα μας χώριζαν. Στάθηκε. Στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλο του και τα χρυσά του μαλλιά έλαμψαν στο φως του ήλιου. Είδα τον ουρανό στα μάτια του». Ψιθύρισε: «Η ομορφιά σας με θάμπωσε». «Και εμένα η δική σας» του απάντησα. «Έσκυψε βιαστικά το κεφάλι, χαιρέτησε και με προσπέρασε». Πόσες ιστορίες δεν αρχίζουν άραγε με τον ίδιο τρόπο! Αλλά κάτι στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Σοφίας ήταν διαφορετικό από την πρώτη στιγμή, κάτι που εκείνο το απόγευμα έμεινε μετέωρο στον αέρα και τους ένωσε ως τον θάνατο. «Την Κυριακή, ύστερα από την συνάντηση εκείνη, έγινε το απροσδόκητο. Είδα να μπαίνει ξαφνικά στο σαλόνι του σπιτιού μας ο ωραίος άγνωστος. Η καρδιά μου σταμάτησε. Προχώρησε προς το μέρος μου και συστηθήκαμε¨. - Περικλής Γιαννόπουλος - Ώστε γνωρίζατε ποια ήμουν; - Πήρα το θάρρος να έλθω. Έπρεπε να έλθω. Εκείνη την ώρα ο πατέρας μου έπαιζε σκάκι με τον ζωγράφο Οθωναίο. Δεν ήταν δυνατό να διακόψω το παιχνίδι τους, ωστόσο, η μητέρα μου δέχθηκε τον Γιαννόπουλο με τη συνηθισμένη της καλοσύνη και μίλησαν αρκετά μαζί. Ο πατέρας μου κοίταξε τον ξανθό νέο που του παρουσίασα και χαμογέλασε. - Η κόρη μου είχε πάντα ωραίες φίλες και φίλους, είπε. Τα νιάτα και η ομορφιά είναι το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο, φτάνει να ξέρει κανείς να τα μεταχειρίζεται. Η ηδονή του θανάτου Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Τα είχαν όλα, δεν τους έλειπε τίποτε για να ενωθούν και να ευτυχήσουν. Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Γιαννόπουλος χτύπησε πάλι την πόρτα του σπιτιού της Σοφίας στην Καλλιθέα. Τον δέχθηκε στον κήπο και μετά περπάτησαν μαζί ως την Ακρόπολη. «Ήταν μια ονειρεμένη πορεία, έγραψε μετά στο ημερολόγιό της. Περάσαμε τον Ιλισό πηδώντας πάνω από τα λευκά του χαλίκια. Ανεβήκαμε πίσω από το μνημείο του Φιλοπάππου και βρεθήκαμε σε ένα κάμπο γεμάτο ασφοδελούς. Καθίσαμε στον λόφο να ξεκουραστούμε». - Οι ασφοδελοί κλείνουν το μυστικό της λήθης, είπε ο Περικλής. «Ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες του ακτίνες. Τα σύννεφα έπαιζαν μακριά στη Σαλαμίνα. Κανείς δεν μιλούσε. Ύστερα έσκυψε και με φίλησε.» Η μέρα τελείωνε. Ο Περικλής είπε: - Η ηδονή του έρωτα, μόνο με την ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται. - Με την οδύνη του θανάτου θέλεις να πεις. Ο Γιαννόπουλος κούνησε το κεφάλι του. -Όχι, είπε. Ο θάνατος είναι η υπέρτατη ηδονή. Η γαλήνη. Άραγε εκείνη την ώρα πέρασε εμπρός από τα μάτια του ξανθού συγγραφέα το όραμα του εαυτού του, καβάλα στο άλογο, να μπαίνει στην αγριεμένη θάλασσα του Σκαραμαγκά; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ο Γιαννόπουλος άλλωστε μίλαγε συχνά για τον θάνατο. Πίστευε στο οριστικό και στο απόλυτο και τίποτε δεν θα τον έκανε να παραβιάσει τις αρχές του. Λίγες ημέρες μετά της ζήτησε να την συντροφεύει όταν εκείνη ζωγράφιζε έξω από το σπίτι της. «Έτσι δεν θα χρειάζεται και το περίστροφο, της είπε γελώντας». «Θα είμαι ο σωματοφύλακάς σου». Χάθηκαν από τον κόσμο για να δωθούν ο ένας στον άλλο. Η Σοφία ξαναγνώρισε την Αττική, βλέποντάς την μέσα από τα μάτια του Γιαννόπουλου. Περπατούσαν ώρες ατελείωτες κάτω από τα πεύκα της Ελευσίνας. Συχνά ανέβαιναν στην Ακρόπολη. Ο Περικλής είχε μια ιδιαίτερη στοργή για το εκκλησάκι του Αϊ Δημήτρη. Άλλοτε πάλι, την έβαζε να περπατά ανάμεσα στις κολώνες του Παρθενώνα. -Έτσι θέλω να σε σκέπτομαι, της έλεγε. Ποτέ δεν ήσουν τόσο αληθινή, όσο είσαι τη στιγμή αυτή. Ύστερα της έδειχνε την Αθήνα από εκεί πάνω. Προσπαθούσε να της μάθει να την βλέπει με τον δικό του τρόπο, που δεν έμοιαζε με τον τρόπο κανενός άλλου. - Σε οποιοδήποτε λόφο της Αθήνας και αν ανέβεις, βλέπεις ένα κόσμο ολόκληρο. Πουθενά αλλού το φως δεν έχει τόση δύναμη. Δες αυτά τα κυπαρίσσια έξω από τον Αϊ Δημήτρη. Το καθένα είναι και μία φυσιογνωμία. Ένας άνθρωπος. Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου Ζηλεύω τα μάρμαρα Το καλοκαίρι χώρισαν. Η Σοφία έπρεπε να μείνει με τους δικούς της στη Βουλιαγμένη. Ίσως ήταν κι αυτό μια κίνηση της μοίρας για να τους δείξει πόσο είχε ανάγκη ο ένας από τη συντροφιά του άλλου. «Στο σούρουπο γίνονται όλα πιο σταχτιά, έγραφε η Σοφία στον αγαπημένο της. Το σπίτι μας είναι κοντά στη θάλασσα. Ακούγεται μακριά ένας βαρκάρης που τραγουδάει το μοιρολόγι της καρδιάς του. Ένα ψάρι πήδηξε έξω από το νερό. Ύστερα πάλι ησυχία. Κάθισα όλη τη νύχτα στο μπαλκόνι ώσπου τα κύματα σταμάτησαν την φλυαρία τους. Πέρασε η νύχτα. Είναι η ώρα που έπαιρνα το τραμ από την Καλλιθέα για να σε συναντήσω στην Ακρόπολη. Με το νου μου σε παρακολουθώ να πηγαίνεις εκεί μόνος. Ζηλεύω τα αγαπημένα μάρμαρα που πατάς. Πες τους ότι δεν θα αργήσω να γυρίσω. Πάντα δική σου, Σοφία». Αλλά ο ανυπόμονος συγγραφέας δεν περίμενε την αγαπημένη του να γυρίσει. Μια μέρα, η Σοφία τον είδε να ξεπροβάλλει μπροστά της, βρώμικο και σκονισμένο. Είχε έρθει με τα πόδια από την Αθήνα για να την δει και να περάσει λίγες ώρες μαζί της. - Θα έρθω να σε ζητήσω από τον πατέρα σου, της είπε ο Γιαννόπουλος. Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της. - Θα κάνεις μια τρέλα του είπε. Αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Πήγε μια μέρα και βρήκε τον πατέρα της, για να ακούσει από το στόμα του μια ευγενική, αλλά ψυχρή άρνηση. - Δεν μπορώ να αποχωριστώ ακόμη τη Σοφία, είπε στον Γιαννόπουλο. Άλλωστε η ίδια έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη. Ζωγραφική: Ένας αντίζηλος Ο έρωτας μοιάζει με τα κινέζικα αμαξάκια, λέει ένα σοφό ρητό. Ο ένας από τους δύο κάθεται μέσα και ο άλλος το σέρνει. Στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Λασκαρίδου, ποιος αγαπούσε περισσότερο και ποιος λιγότερο; Για τον ξανθο συγγραφέα ο γάμος του με τη Σοφία ήταν μια φλογερή ανάγκη, που απαιτούσε την άμεση ικανοποίησή της. Η Σοφία δεν βιαζόταν. Πίστευε στον έρωτα που ζει χωρίς νομικά πλαίσια. Πίστευε στην ανάγκη της να μείνει ελεύθερη. Ίσως να φοβόταν κατά βάθος, ότι από τη στιγμή που θα αισθανόταν δεσμευμένη θα άρχιζε να αγαπά τον Γιαννόπουλο λιγότερο. - Πως μπορείς να βάζεις την ελευθερία πάνω από τον έρωτά μας; Της είπε μια μέρα ο Περικλής. Η Σοφία χαμογέλασε μελαγχολικά. Ήξερε ότι ήταν δύσκολο για τον αγαπημένο της με τον βίαιο και παράφορο χαρακτήρα του, να την καταλάβει. - Το μόνο που θέλω να σκέπτεσαι είναι ότι σ” αγαπώ όσο δεν θα αγαπήσω ποτέ τίποτα άλλο στη ζωή μου, του αποκρίθηκε. Δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα στη ζωή της. Ένοιωθε πως πως η αγάπη τους ήταν τέλεια, αλλά εύθραυστη. Αν άλλαζε κάτι, ίσως να έχανε κάτι από τη μαγεία της. Ήταν ευτυχισμένη μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα στον Περικλή και στη ζωγραφική. Δεν της έλειπε τίποτε, δεν ήθελε τίποτε περισσότερο. Το μόνο που την στεναχωρούσε ήταν που δεν μπορούσε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Ο νόμος ακόμη δεν επέτρεπε τη φοίτηση γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών. - Γιατί δεν πηγαίνεις στον βασιλέα; Της είπε μια μέρα η μητέρα της. Το ίδιο βράδυ η Σοφία το ζύγισε μέσα στο μυαλό της και το αποφάσισε. Πήγε στο παλάτι. Ο Γεώργιος άκουσε το αίτημά της χαμογελώντας. - Δεν φοβάσαι λοιπόν, να εργάζεσαι ανάμεσα σε τόσα αγόρια; Της είπε. - Όχι μεγαλειότατε, του απάντησε με θάρρος η Λασκαρίδου. Είμαι έτοιμη να κάνω κάθε θυσία για χάρη της τέχνης. Πίνακας της Σοφίας Λασκαρίδου Στον Σκαραμαγκά.. Ο νόμος καταργήθηκε το 1903 και η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πήρε το δίπλωμά της το 1907 και μαζί εξασφάλισε μια υποτροφία για τρία χρόνια στο εξωτερικό. - Δεν θα σε σταματήσω, της είπε ο Περικλής. Ξέρω πόση σημασία έχει αυτό το ταξίδι για σένα. Η Σοφία τον κοίταξε παραξενεμένη. Της φαινόταν περίεργο να ακούει τον αγαπημένο της να μιλά τόσο ήρεμα. Κάτι που διάβασε στα μάτια του της έσφιξε την καρδιά. - Έλα μαζί μου, τον παρακάλεσε. Έξω απ” την Ελλάδα θα είναι όλα δικά μας. Θα είμαστε πιο ελεύθεροι. Αλλά ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε. Κάποτε η Σοφία είχε απορρίψει την πρότασή του να ζήσουν μαζί. Ίσως τώρα μια εσωτερική ανάγκη να τον πίεζε να ανταποδώσει την άρνηση, για να στηρίξει ξανά την πίστη στον εαυτό του. - Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα, της είπε. Θέλω να νοιώθω πάντα κοντά μου την Ακρόπολη. Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα, λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση της Σοφίας για το Μόναχο. Το αμάξι, τους είχε οδηγήσει αυτή τη φορά στον Σκαραμαγκά. Είχαν ξαπλώσει κάτω από τα πεύκα και κοίταζαν σιωπηλά τον σταχτί ουρανό. - Αν σε χάσω ποτέ, ψυθίρισε ο Γιαννόπουλος, θα αυτοκτονήσω στο μέρος αυτό. Θα φύγω μυστικά κι ωραία. Θα εξαφανιστώ. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένει με τη βάρκα του στο πέλαγος. Και θα έχω έτοιμα τα πορθμεία μου. Γέλασε νευρικά. Όσο για μια δεκάρα, ελπίζω να μου βρίσκεται στην τσέπη μου. «Αν δεν σε κερδίσω..» ΜΟΝΑΧΟ. Κάποιο προαίσθημα είχε σπρώξει τον Γιαννόπουλο μερικά χρόνια πριν, να χαράξει αυτές τις γραμμές για την πόλη που θα έπαιρνε την αγαπημένη του. «Εκεί στο Μόναχο ουρανός κλειστός. Η γη πένθος. Τα φώτα λύπη. Τα ζώα μελαγχολία. Ο αέρας πηκτή μαυρίλα. Όλος ο έξω κόσμος σπρώχνει τον άνθρωπο σε ένα καταφύγιο, ένα υπόγειο. Και εκεί ζει μια ζωή τεχνητή. Το πνεύμα και οι τέχνες είναι επιστήμες, μηχανήματα, εμπορεύματα.» Και κάπου αλλού: «Ξεκινάτε λοιπόν και πηγαίνετε για να διδαχθείτε τις τέχνες του φωτός, στα κέντρα του σκότους. Σε αυτό τον ομφαλό ερέβους, το Μόναχο. Ενώ όλοι οι μεγάλοι βόρειοι που είπαν και έγραψαν κάτι, κατεβαίνουν στην Ιταλία για να δουν το φως.» Τι τραγική ειρωνία για τον ξανθό συγγραφέα, αυτή η μισητή πόλη να του στερήσει ότι αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο! Και εκείνη: «Εργαζόμουν πολύ, αλλά η νοσταλγία βάραινε την ψυχή μου. Ζούσα δύο ζωές, την ημέρα με την τέχνη και τη νύχτα με την ανάμνηση εκείνου. Ένας αόρατος ασύρματος ένωνε τις ψυχές μας. Οι δέκτες δεν λάθευαν ποτέ. Μετέδιδαν και την πιο μικρή δόνηση του είναι μας». Τα γράμματα του Γιαννόπουλου έφθαναν φλογερά και απελπισμένα. Της έγραφε πως την περίμενε, πως η Αθήνα ήταν άδεια χωρίς εκείνη και πως η Ακρόπολη αναζητούσε την ιέρειά της. «Αν δεν σε κερδίσω θα συντριβώ, της έλεγε. Αλλά θα σε κερδίσω». Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου Η προετοιμασία H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο. «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του. Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί. Δεν είχε συμβιβαστεί ακόμη με την ιδέα ότι είχε χάσει τη Σοφία για πάντα. Ένα πρωινό του Απριλίου (1910) συνάντησε τη μητέρα της τυχαία στο δρόμο. - Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω κυρία Λασκαρίδου, της είπε. Τι κάνει λοιπόν η μεγάλη μας καλλιτέχνις; Η μητέρα της δεν ήξερε ότι αλληλογραφούσαν. - Η Σοφία έχει προορισμό στη ζωή της την τέχνη, του απάντησε εκείνη με μια παράλογη ψυχρότητα. Δεν πρέπει να παντρευτεί. Οι καθηγητές της είναι ενθουσιασμένοι μαζί της. Έχει μπροστά της μεγάλο μέλλον. Ο Γιαννόπουλος την κοίταξε για λίγες στιγμές σιωπηλός. Ύστερα είπε: - Έχετε δίκιο. Η Σοφία πρέπει να αφοσιωθεί στην τέχνη. Η Σοφία Λασκαρίδου όπως την είδε ο ζωγράφος Παρθένης «Ένα ύστατο χαίρε» Να ήταν άραγε αυτό, το αποφασιστικό χτύπημα; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα. Ίσως να το αποφάσισε τη στιγμή εκείνη, ίσως λίγες ώρες, ίσως λίγες ημέρες μετά. Την Τετάρτη 9 Απριλίου ο Γιαννόπουλος πήγε με ένα φιλικό του ζευγάρι στον κινηματογράφο. Εκείνο το βράδυ, ο συνήθως κλειστός και μελαγχολικός Γιαννόπουλος έδειξε μια παράλογη ευθυμία. Έπιασε μάλιστα και συζήτηση με κάποιον που καθόταν δίπλα του. Οι φίλοι του τον κοίταζαν γεμάτη απορία. Ύστερα μπήκαν σε ένα μικρό κέντρο για να πιούν μια μπύρα. Ο Γιαννόπουλος είχε ξαφνικά χάσει το κέφι του. Κάποια στιγμή τους είπε: - Έχω κάτι να σας διαβάσω. Είναι ένα πολύ αγαπητό μου κομμάτι. Έβγαλε από την τσέπη του μερικά τσαλακωμένα φύλλα χαρτιού. Ήταν το «Τριαντάφυλλο και το αηδόνι» του Όσκαρ Ουάιλντ, που το είχε μεταφράσει ο ίδιος. - Πολύ ωραίο είναι, είπε ο φίλος του. Αλλά ο Γιαννόπουλος κοίταζε αφηρημένα τον έρημο δρόμο, μέσα από το τζάμι του κέντρου. - Αύριο θα κάνω μια εκδρομή, είπε ξεκάρφωτα. Δεν τους είπε που θα πήγαινε και ούτε τον ρώτησαν, για να μην τον φέρουν σε δύσκολη θέση. Ήξεραν τον χαρακτήρα του. Σηκώθηκαν να φύγουν από το εστιατόριο. Ο Γιαννόπουλος ψώνισε μπύρα και φαγητό κρύο για την εκδρομή της επομένης. Ύστερα ξαφνικά ενώ αποχαιρετούσε τον φίλο του στο πεζοδρόμιο, έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε συγκινημένος. Το ίδιο εκείνο βράδυ όταν γύρισε στο σπίτι του, θα πρέπει να έγραψε αυτό το γράμμα, που πήρε ύστερα από λίγες μέρες η Σοφία στο Μόναχο: «Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου». Το λακωνικό αυτό γράμμα, την χτύπησε σαν ηλεκτρική εκκένωση. Του τηλεγράφησε αμέσως. «Έρχομαι». Μετά τηλεγράφησε στη μητέρα της να της στείλει χρήματα για το ταξίδι. Ξαφνικά το Μόναχο αρχίζει να μην τη χωρά. Για πρώτη φορά στη ζωή της καταλαβαίνει πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη ζωή της η παρουσία αυτού του ανθρώπου, που την δίδαξε πως να αγαπά. Αλλά ο Γιαννόπουλος δεν ζει πια. Καβάλα σε ένα άσπρο άλογο, μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Αυτό η Σοφία Λασκαρίδου το έμαθε τυχαία, από κάποιον επιβάτη στο τραίνο που την έφερνε στην Αθήνα. «Με περιμένει» Την μετέφεραν στο σπίτι της σχεδόν αναίσθητη. Το βράδυ και τα άλλα βράδια που ακολούθησαν, έκαιγε στον πυρετό. Παραληρούσε. Ύστερα, ένα πρωί σηκώθηκε νωρίς από το κρεβάτι και ντύθηκε. Η μητέρα της τρόμαξε που την είδε. - Που πας; Τη ρώτησε. Η Σοφία απάντησε: - Τον είδα απόψε στον ύπνο μου. Πως άσπρισαν τα μαλλιά του. Με θέλει. Κατέβηκε στον κήπο της και έκοψε τριαντάφυλλα, πανσέδες και άνθη λεμονιάς. Ύστερα πέρασε από το σπίτι της φίλης της Ελένης Νεφ, την πήρε και κατέβηκαν στον Σκαραμαγκά. Εκείνο το πρωί η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου. Τον είχαν ξαπλώσει στην εκκλησία του νεκροταφείου. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, όπως στο όνειρο. Κάτι σαν χαμόγελο έφεγγε στο χλωμό του πρόσωπο. «Είχε περάσει δεκατρείς ημέρες στη θάλασσα. Αλλά ήταν πάντα ωραίος. Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και το φίλησα. Τα δάκρυά μου έπεφταν στα κλειστά του μάτια, έβρεχαν το πρόσωπό του. Έκλαιγε κι εκείνος μαζί μου. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Πόσο γαλήνια, Θεέ μου, ήταν η μορφή του». Τον στόλισε όλο με τα λουλούδια της και κάθισε δίπλα του και τον κοίταζε. Δεν είχε αλλάξει από τότε που τον γνώρισε. Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Πόσο χαμένα είχαν πάει όλα! Το άλλο πρωί έθαψαν τον Γιαννόπουλο στον περίβολο της εκκλησίας. Η Σοφία γύρισε στο σπίτι της σαν υπνωτισμένη. «Αισθανόμουν απάνω μου, την μαρμάρινη επαφή του κορμίου του. Νύχτα μέρα ένοιωθα στα χείλη μου τα παγωμένα αλμυρά του χείλη. Καταλάβαινα πως “ο,τι και να γινόταν από εκεί και μπρος δεν θα είχε πια σημασία». Και μια μέρα, όταν βεβαιώθηκε ότι η μητέρα της είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, πήρε ένα παλιό ξυράφι του πατέρα της και έκοψε την καρωτίδα της. Το αίμα τινάχτηκε ορμητικά. Μια γλυκιά κούραση την κυρίευε. «Θα πεθάνω», σκέφτηκε καθώς τα μάτια της έκλειναν. «Περίμενέ με». Αλλά ο θάνατος δεν την ήθελε ακόμη.Την ώρα που την χώριζαν λίγα δευτερόλεπτα από το σκοτάδι, αισθάνθηκε ένα χέρι να την τραβά απελπισμένα πίσω στη ζωή. Είναι η μητέρα της. - Παιδί μου, της φωνάζει. Παιδί μου». Είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, αλλά την ώρα που ανέβαινε στο τραμ, μια δύναμη την ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Αργότερα η Σοφία, όταν μάθει πως ξαναγύρισε στη ζωή θα σκεφτεί μελαγχολικά: «Τίποτε δεν μπορεί να νικήσει τη μοίρα μας. Ούτε και ο θάνατος». Αλλά εκείνη την ώρα ψυθιρίζει βουτηγμένη στο αίμα: - Άφησέ με μητέρα Γιατί γύρισες; Με περιμένει. Το χέρι της μητέρας κρατά σφιχτά την κομμένη φλέβα και σταματά το αίμα. Ένας υπηρέτης τρέχει να φωνάξει γιατρό. Τα μάτια της Σοφίας κλείνουν. Το σκοτάδι που τόσο αποζήτησε την κυκλώνει πάλι. Για μερικές μέρες δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. Ύστερα, ένα πρωί που ανοίγει τα μάτια της, βλέπει τον απριλιάτικο ήλιο να γλυστρά από τα παντζούρια του δωματίου της. -Ζω, ψιθυρίζει. Ζω. Ύστερα από μισό αιώνα Άραγε να φανταζόταν εκείνη τη στιγμή ότι πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου της θα συνέχιζε να ζει; Λίγοι άνθρωποι φθάνουν 85 χρονών. Η Σοφία Λασκαρίδου από κάποια σπάνια εύνοια της μοίρας, έφτασε και τα πέρασε. Το μυαλό της είναι γερό και ανήσυχο πάντα. Μόνο το κορμί της κύρτωσε. Άλλοτε όταν πήγαινε σε κάποιο χορό, το πρόβλημα ήταν, πως θα έβρισκε κάποιο καβαλιέρο που δεν θα ήταν χαμηλότερός της. Τώρα δεν είναι ψηλότερη από ένα παιδί του δημοτικού. Ζει πάντα στο πατρικό της σπίτι στην Καλλιθέα, κυκλωμένη από τους πίνακες που ζωγράφισε. Εκεί μας δέχτηκε πριν λίγες ημέρες, μαζί με τον κριτικό κ. Γιάννη Χατζίνη. Ήταν απόγευμα όταν άρχισε η Σοφία Λασκαρίδου την ιστορία της. Ύστερα το σούρουπο έπεσε, αλλά η γέρικη φωνή που ανεβοκατέβαινε σαν φλόγα κεριού, συνέχισε να ψάχνει μέσα στο χρόνο. Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει. Νοιώθαμε θερμή την παρουσία του Περικλή Γιαννόπουλου ανάμεσά μας. Ίσως καθόταν σε κάποια πολυθρόνα και μας παρατηρούσε με τα μεγάλα γαλανά μάτια του, που τόσο τρυφερά ήξεραν να μιλούν στη γυναίκα που είχε αγαπήσει. Όταν βγήκαμε στον κήπο, η Σοφία Λασκαρίδου, κατέβηκε αργά τα σκαλιά και κάθισε σε ένα πάγκο, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο. - Εδώ συνήθιζε να κάθεται, ψιθύρισε. Τα χέρια της άγγιξαν τρυφερά το ξεβαμμένο ξύλο, όπως θα άγγιζαν το δέρμα ή τα μαλλιά ενός ανθρώπου. Μερικές φορές μου φαίνεται ότι κι αυτός ο πάγκος έπαψε να ζει πριν πενήντα χρόνια! Το χέρι ύστερα απλώθηκε και ψηλάφισε τον κορμό του δέντρου. - Και αυτό το πεύκο, έκανε σιγά. Πόσο ψήλωσε. Πήγαινα σχολείο όταν με φώναξε μια μέρα ο πατέρας μου, για να τον δω που θα το φύτευε. Μια γατούλα έτρεξε και σκαρφάλωσε στα γόνατά της. Άρχισε να παίζει με τα μαραμένα δάχτυλά της. Της τα δάγκωνε, μετά τα άφηνε, ύστερα τα δάγκωνε πάλι. - Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν όλα, ψιθύρισε ύστερα αφήνοντας το κεφάλι της να γείρει πίσω. Η μοίρα καμιά φορά, είναι σοφότερη απ” ότι νομίζουμε. Τον θυμάμαι πάντα όμορφο. Δεν πρόλαβε να γεράσει. Άραγε να με θυμάται κι εκείνος όπως ήμουν τότε; Κανείς δεν μίλησε, αλλά μάντεψα δυο μεγάλα γαλανά μάτια να χαμογελούν τρυφερά μέσα στο σκοτάδι…
**********************************************
Στην περιοχή της Καλλιθέας, στη συμβολή των οδών Λασκαρίδου και Φιλαρέτου, υπάρχει ένα αρχοντικό. Επί σειρά ετών στεκόταν εκεί ετοιμόρροπο, πριν ο Δήμος Καλλιθέας αναλάβει να το αναστυλώσει και να στεγάσει εκεί τη Δημοτική Πινακοθήκη.
Όντας κάποιος κάτοικος της περιοχής, δεν μπορεί να μην έχει ακούσει αυτή την παλιά ιστορία, που ήθελε το αρχοντικό της Σοφίας Λασκαρίδου να είναι στοιχειωμένο από το φάντασμά της, που τις νύχτες περιφερόταν θρηνώντας γοερώς το χαμένο της έρωτα.



Έχοντας ζήσει ακριβώς δίπλα στο αρχοντικό αυτό επί σειρά ετών, σας διαβεβαιώνω ότι το εν λόγω φάντασμα ουδέποτε καταδέχτηκε να δώσει σημεία ύπαρξης.
Και όμως η γυναίκα αυτή είχε ζήσει πραγματικά στο αρχοντικό μια ζωή διαφορετική από τις άλλες.
Ήταν μια πολύ σημαντική Ελληνίδα ζωγράφος, που με τη μόρφωση και την καλλιέργειά της κατάφερε να σταθεί κόντρα στις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής της. Υπήρξε πρότυπο χειραφέτησης σε μια εποχή που οι γυναίκες περιορίζονταν στο ρόλο της νοικοκυράς και της οικοδέσποινας.
Ελάτε να ρίξουμε μια ματιά στη ιστορία της.
Το 1887 ο πλούσιος έμπορος Λάσκαρης Λασκαρίδης αγόρασε μια διώροφη αρχοντική έπαυλη στην εξοχική Καλλιθέα, παραθεριστικό θέρετρο της υψηλής κοινωνίας των Αθηνών. Σε αυτό το ειδυλλιακό τοπίο δίπλα στον ποταμό Ιλισόπερνούσε τα καλοκαίρια της και αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα η οικογένεια. Δεν επρόκειτο για συνηθισμένους ευκατάστατους Αθηναίους.
Ο ευπατρίδης Λασκαρίδης καταγόταν από τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια των Λασκάρεων. Στο οικογενειακό οικόσημο ανακαλύπτουμε τη φράση «μετά σκότους ελπίζω φως». Και πράγματι έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο προοδευτικό και φωτισμένο.
Είχε σπουδάσει στο Λονδίνο και στο Παρίσι, ενώ η σύζυγός του Αικατερίνη Χρηστομάνου, φημισμένη παιδαγωγός, είχε μορφωθεί στη Βιέννη. Μαζί μεγάλωσαν τις τρεις κόρες τους Μελπομένη, Σοφία, καιΕιρήνη σε ένα περιβάλλον, όπου αξία είχε η μόρφωση, η πνευματική ανύψωση και η ελευθερία του ατόμου, ανεξαρτήτως φύλου.
Στο σαλόνι του συναντιόταν ολόκληρη η υψηλή κοινωνία της Αθήνας. Ο βασιλιάς Γεώργιος και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας ήταν συχνότατοι επισκέπτες.
Η Σοφία γεννήθηκε το 1882 και από πολύ νωρίς είχε νιώσει το κάλεσμα της τέχνης. Ζωγράφιζε ασταμάτητα και σε ηλικία 14 ετών έκανε την πρώτη της έκθεση. Για να εκπληρώσει το όνειρό της δεν σταμάτησε σε κανένα εμπόδιο. Ζήτησε από το βασιλιά Γεώργιο να μεριμνήσει, έτσι ώστε να επιτραπεί η είσοδος γυναικών φοιτητριών στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου. Η επιθυμία της έγινε πραγματικότητα το 1903.Προκλήθηκε σάλος στην κοινωνία και σφοδρές διαμαρτυρίες των συμφοιτητών της, αλλά η Σοφία ήταν απτόητη.
Σύντομα έδωσε δείγματα του χαρίσματός της και ο δάσκαλός της Νικηφόρος Λύτρας διαβεβαίωνε πως αυτή η νεαρά δεσποινίς θα τον έκανε περήφανο. Αποφοίτησε το 1907,εξασφαλίζοντας και μια υποτροφία τριών χρόνων για το Μόναχο.
Το μέλλον της διαφαινόταν λαμπρό. Παράλληλα με τη ζωγραφική, όμως, η Σοφία είχε και μιαν άλλη αγάπη. Πριν καν καταφέρει να εισαχθεί στη σχολή, είχε γνωρίσει τυχαία σε έναν περίπατό της τον νεαρό λόγιο και δημοσιογράφο Περικλή Γιαννόπουλο. Ένας χαιρετισμός και δυο φράσεις που αντάλλαξαν στάθηκαν αρκετά για να δει η Σοφία «τον ουρανό στα μάτια του».
 


Ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν φημισμένος διανοούμενος και παθιασμένος λάτρης του ελληνικού πνεύματος. Υποστηριχτής της καθαρεύουσας, πίστευε στην ανύψωση του ελληνικού έθνους μέσα από μια ελληνοκεντρική κλασσική παιδεία και απέρριπτε συλλήβδην τις ξενόφερτες ιδέες και συνήθειες.
Όπως περιγράφουν οι σύγχρονοί του ήταν ένας νεαρός, γνωστός στην κοσμική Αθήνα, γοητευτικός και ωραιότατος με ξανθά μαλλιά και σαγηνευτικά, γαλανά μάτια. Την ψυχή του, όμως, την κατέτρωγε το σαράκι του νευρικού κλονισμούκαι της κατάθλιψης. Ανησυχούσε για την αποδοχή του έργου του και, πάντα ανικανοποίητος, αμφέβαλλε για την επιρροή του στην αναμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας.
Εραστής του ελληνικού φωτός το αναζητούσε απεγνωσμένα στους ατελείωτους περιπάτους του στην Ακρόπολη και στην αθηναϊκή εξοχή.
Στο αντίκρισμα της Σοφίας βρήκε την ενσάρκωση όλων των ιδεωδών του και την ερωτεύτηκε παθιασμένα και απόλυτα. Η ζωή και οι σκέψεις του στροβιλίζονταν γύρω από αυτήν την ψιλόλιγνη,μελαχρινή Καρυάτιδα. Η Σοφία τον αγάπησε και εκείνη με πάθος και μοιράστηκε τη λατρεία του για το ελληνικό φως.
Μαζί περνούσαν ώρες ατέλειωτες, κάνοντας περιπάτους, ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη και πηγαίνοντας εκδρομές για να μπορέσει να ζωγραφίσει η Σοφία την ελληνική φύση. Στις επιστολές της προς το Γιαννόπουλο φαίνεται ανάγλυφος ο έρωτας που είχε για εκείνον.
Όμως η Σοφία διέφερε από την εξιδανικευμένη ιδέα που ο Γιαννόπουλος έτρεφε για εκείνη. Είχε μυαλό προοδευτικό, ιδέες μοντέρνες. Ήταν αποφασισμένη να σπουδάσει και να κυνηγήσει το όνειρό της να γίνει ζωγράφος. Ο συγγραφέας χρειαζόταν να τη μοιραστεί με τη ζωγραφική για την οποία ήταν πλασμένη. Όταν της πρότεινε γάμο, συνάντησε την άρνηση τόσο της ίδιας όσο και των γονιών της, που επιθυμούσαν να τη δουν να εκπληρώνει τα όνειρά της. Ρόλο πάντως πρέπει να έπαιξε και η ψυχική του αστάθεια. Η σχέση τους, ωστόσο, συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια των σπουδών της στο Πολυτεχνείο.
Όταν όμως ήρθε η ώρα να αναχωρήσει η Σοφία για το Μόναχο, ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε με τη σειρά του να την ακολουθήσει. Αποκαλούσε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες «ομφαλούς του ερέβους».Έμεινε πίσω, αλληλογραφώντας συχνότατα μαζί της και ελπίζοντας πως μετά και το Μόναχο η Σοφία θα ήταν όλη δική του.
Ο λαβωμένος ψυχισμός του όμως τον πρόδωσε. Στις 8 Απριλίου 1910, καβάλα σε ένα ολόλευκο άλογο, κρατώντας ένα περίστροφο στο χέρι, βούτηξε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Όταν απομακρύνθηκε αρκετά, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Το σώμα του ξεβράστηκε στην ξηρά δέκα μέρες μετά.
Η Σοφία θορυβημένη από ένα απελπισμένο γράμμα του επέστρεφε στην Αθήνα με το τρένο, όταν πληροφορήθηκε το χαμό του από ένα συνεπιβάτη της.. Η συντριβή ήταν πλήρης. Λίγες ημέρες μετά την κηδεία του προσπάθησε ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει. Όταν συνήλθε, βρήκε καταφύγιο στη μόνη αγάπη που της είχε απομείνει πια. Έφυγε πάλι για σπουδές, στο Παρίσι αυτή τη φορά.
Στην Αθήνα γύρισε το 1916 για να εγκατασταθεί μόνιμα στο σπίτι της Καλλιθέας. Η ζωή της ήταν πια δοσμένη στην τέχνη. Ζωγράφιζε επηρεασμένη από τον ιμπρεσιονισμό ,αλλά με μια καθαρά προσωπική ματιά. Κυρίαρχο στοιχείο στους πίνακές της ήταν το ελληνικό φως και το άφθονο χρώμα. Οι κριτικές είναι συχνά εγκωμιαστικές.Η Λασκαρίδου είχε εξελίξει στην Ευρώπη τη συνήθεια να ζωγραφίζει στο ύπαιθρο και αυτό την έκανε να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους ζωγράφους και να αποσπά θετικά σχόλια.
Δυστυχώς, οι κριτικοί της εποχής της δεν την αντιμετώπιζαν πάντα αμερόληπτα. Ο ανεξάρτητος τρόπος ζωής αυτής της πρωτοπόρου καλλιτέχνιδας και γυναίκας δεν προκαλούσε συμπάθεια. Φανατική δημοτικίστρια, αρνούνταν να τιτλοφορήσει τα έργα της στην καθαρεύουσα με την επεξήγηση ότι θα τους έδινε μια ψυχρότητα, γεγονός που ξεσήκωνε αντιδράσεις. Πολλούς από τους πίνακές της τους χάριζε η ίδια.Λίγους σχετικά τους κληροδότησε στην Εθνική Πινακοθήκη, ενώ οι περισσότεροι πουλήθηκαν και βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές.
Στα απομνημονεύματά του ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αποκάλυψε πως η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η έμπνευσή του για τη Στέλλα Βιολάντη, την ηρωίδα του που διεκδικεί με τίμημα το θάνατο το δικαίωμά της να ορίσει τη ζωή της και να διαλέξει εκείνη αυτόν που θα αγαπήσει. Εντυπωσιακή καλλονή της εποχής της, ψηλή, κομψότατη και αριστοκρατική, θα μπορούσε να είχε ολόκληρη την Αθήνα στα πόδια της.
Εκείνη όμως είχε επιλέξει να ζήσει μια ζωή διαφορετική. Το εξηγούσε η ίδια κάπως έτσι: «Σκαρφάλωσα μέχρι τα φτερά του ανεμόμυλου και κατέβηκα ως το βάθος του πηγαδιού. Έκανα πάντα ό,τι μου άρεσε».


ΤΕΡΕΖΑ ΔΑΜΑΛΑ - Η λαμπερή Θεά της Μονμάρτης

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ - θύμα της παραφροσύνης μιας φυλής ...



Η Ελένη Παπαδάκη (4 Νοεμβρίου 1903 - 21 Δεκεμβρίου 1944) υπήρξε μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιός που διέπρεψε σε ποικίλους ρόλους. Το πέρασμά της από την ελληνική σκηνή άφησε ένα μυθικό αποτύπωμα οριακό και ανεπανάληπτο και ήδη σε ηλικία 36 ετών κατόρθωσε να οικοδομήσει ένα μέγιστο παράδειγμα ολοκληρωμένου καλλιτέχνη.

Γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1903 στην Αθήνα από εύπορη οικογένεια. Ήταν εγγονή του καθηγητή Πανεπιστημίου Στυλιανού Κωνσταντινίδη. Αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και ολοκλήρωσε σπουδές Φιλολογίας, τις οποίες και συμπλήρωσε με σπουδές φωνητικής, μουσικής και πιάνου, στο "Ελληνικόν Ωδείον" Αθηνών.  Στο θέατρο πρωτο εμφανίστηκε σε ηλικία 17 ετών στη σκηνή του "θεάτρου Τέχνης" του Σπύρου Μελά το 1925 στη παράσταση "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα" του Λουίτζι Πιραντέλλο. Η πρώτη αυτή παρουσία της χαρακτηρίστηκε από τους τότε κριτικούς ως αποκάλυψη.


***
Σχόλιο
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ ...
Όταν η δικαιοσύνη ταυτίζεται με τον όχλο,λαϊκισμό,και τον φανατισμό,θρησκευτικό ή πολιτικό , ο Θεός διαπράττει έγκλημα και ύβριν με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου όπου στρέφεται στην ουσία εναντίον του Εαυτού του ... Δηλαδή  ο απρογραμματισμός του προγράμματος της δημιουργίας.
Θα μπορούσαμε να πούμε και απλά ότι ο Θεός έκανε λάθος ...
Δηλαδή δεν είναι μόνον αναίτιος ο Θεός , είναι και Απών η με άλλα λόγια δεν υπάρχει . Έχει εγκαταλείψει το μάταιο τούτο κόσμο στην τύχη του . 
Το αποδείξαν οι εκτελεστές της Ελένης Παπαδάκη ...

***

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ...
Η Ελένη Παπαδάκη ήταν η κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός του Μεσοπολέμου, την οποία ο Γρηγόρης Ξενόπουλος είχε χαρακτηρίσει 'αδιαμφισβήτητη διάδοχο της Κοτοπούλη'. Γνώρισε την δόξα πολύ νέα, αλλά έχασε την ζωή της μόλις στα 41 της, μέσα στο χάος του Εμφυλίου πολέμου, και έκτοτε ξεχάστηκε.Ο Μαρσάν, θαυμαστής και βιογράφος της, έπειτα από πολύχρονη έρευνα φωτίζει τις άγνωστες πτυχές της ζωής της: την θεατρική της ιδιοφυία, την βαθιά και σπάνια μόρφωσή της, την καριέρα της στο εξωτερικό, την κόντρα της με την Κατίνα Παξινού, τις ιδιόμορφες ερωτικές της επιλογές, την πατριωτική δράση της στην Κατοχή, έως την σκοτεινή δολοφονία της από το ΚΚΕ. 
Όχι απλά μια καλλιτεχνική βιογραφία. Πρόκειται για την δραματική πάλη μιας ανώτερης πνευματικά προσωπικότητας για καταξίωση και δημιουργία, στην ανέκαθεν αναξιοκρατική Ελλάδα. Ξεσκεπάζεται το παρασκήνιο της λειτουργίας της κρατικής 'επιχείρησης' του Εθνικού Θεάτρου, όπου οι το χρήμα και οι γνωριμίες ανέβαζαν στην κορυφή ταλαντούχους και μή καλλιτέχνες και άλλους τους 'εξαφάνιζαν'. 
Λασπολογία και συκοφαντίες (Νοέμβρης 1944) 


Η Ελένη Παπαδάκη, κατά τη διάρκεια της Κατοχής έκανε το πέρασμά της στην αρχαία τραγωδία και τα αποτελέσματα αυτού του εγχειρήματος περιγράφονται με χρυσά γράμματα από τους κριτικούς. 

Η γνωριμία της με τον κατοχικό πρωθυπουργό Ράλλη, θα περιγραφτεί συκοφαντικά ώς έρωτας από τον σύγχρονο της Τύπο, και εκείνη θα κατηγορηθεί ώς ''η πόρνη-φιλενάδα'' του φιλογερμανού πολιτικού. Στην ουσία, σήμερα έχει ξεκαθαριστεί πλήρως η εικόνα για το υποτιθέμενο ειδύλλιο: ο Ράλλης, ήταν ενδεχομένως πολύ ερωτευμένος με την Ελένη Παπαδάκη, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στα αισθήματά του. Η φιλία όμως, και ο θαυμασμός του για την Παπαδάκη, επέτρεπαν στην ηθοποιό να ζητά χάρες από τον Ράλλη, και να σώζει κυριολεκτικά από τον θάνατο έλληνες πατριώτες, είτε κομμουνιστές αντάρτες, είτε εβραίους καταζητούμενους. 


Αντί όμως για αυτά, η αριστερή προπαγάνδα, προτιμούσε να την παρουσίαζει ώς ανθελληνίδα, ώς προδότρια της χώρας της [..] Χρόνια μετά, ο ηγέτης των Κομμουνιστών, Νίκος Ζαχαριάδης, σχεδόν θα ζητήσει συγνώμη, δηλώνοντας ότι η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη ήταν μια... ''ανοησία''. 


Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τον γερμανικό, ιταλικό και βουλγαρικό ζυγό, βρήκε τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου, όπως και όλο τον ελληνισμό, χωρισμένο σε δεξιούς και αριστερούς,στα πρόθυρα του χειμώνα του 1944. Γείτονας πρόδιδε γείτονα, φίλος κατέδιδε φίλο, και οι αριστεροί ηθοποιοί τους δεξιούς. Ή, και αντίστροφα. 
Οι εκλογές του Σωματείου Των Ηθοποιών το Νοέμβρη του 1944 εκλέγουν την δεξιά παράταξη : Δημήτρης Χόρν, Άννα Καλουτά, Νίκος Δενδραμής, Ρένα Βλαχοπούλου, Ορέστης Μακρής, Βασίλης Αυλωνίτης, Σπύρος Μουσούρης, κ.α. Στον αντίποδα, βέβαια, οι αριστεροί : Αιμίλιος Βεάκης, Μάνος Κατράκης, Τίτος Βανδής, Δήμος Σταρένιος, Δημήτρης Μυράτ, Αλέξης Δαμιανός, Ζώρζ Σαρρή, Νίκος Τζόγιας, κ.α. Ομως, κατ'απαίτηση μερίδων του σωματείου, αρχίζουν οι διαγραφές ηθοποιών από τον σύλλογο. Στις 23 Νοεμβρίου δημοσιεύουν μια λίστα με τίτλο ''Οι προδόται ηθοποιοί'' και όσοι θεωρούνται ''προδόται'', δικάζονται συνοπτικά για να αποβληθούν.. 


Μία πρόγευση λαϊκού δικαστηρίου αποτέλεσε η «δίκη» του Σωματείου των Ηθοποιών στο θέατρο Διονύσια στις 24 Νοεμβρίου 1944. «Θάνατος στην πουτάνα!», ακουγόταν από πολλά στόματα και η Ελένη Παπαδάκη διαγράφηκε από το Σωματείο. Σε επιστολή που έστειλε ωστόσο, προς τη συνέλευση, μια και η ίδια δεν παρέστη για να απολογηθεί, διαβάζουμε μεταξύ άλλων: «Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της κατοχής υπήρξεν «αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής», δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι, οι οποίοι, ασφαλώς θα παρίστανται εις αυτήν, αλλά και πολλοί επίσης διακεκριμένοι συνάδελφοι μη προς εμέ φιλικά διακείμενοι, θα ευρεθούν έστω και κατʼ ιδίαν σκεπτόμενοι ότι εις πολλάς περιπτώσεις η στάσις μου υπήρξε κάθε άλλο παρά αντισυναδελφική ή εγωιστική…». 


Πράγματι, η «πριγκίπισσα της μοναξιάς», όπως την αποκαλούσαν, κατά τη διάρκεια της Κατοχής λόγω των διασυνδέσεών της, είχε καταφέρει να σώσει πολύ κόσμο ανεξαρτήτως ιδεολογίας, μεταξύ των οποίων τον γιό του γνωστού βιβλιοπώλη Ελευθερουδάκη και τον γιατρό Γιώργο Μουστρούφα, κατοπινό στέλεχος του Υπουργείου Υγείας υπό τον Πέτρο Κόκκαλη στην Κυβέρνηση του Βουνού. Όμως όλα αυτά είχαν ξεχαστεί τόσο γρήγορα.. 


Και λασπολογία καλά κρατούσε. 


Ο ''απαγορευμένος'' Τύπος της εποχής, με την καθοδηγούμενη από αριστερούς κύκλους εφημερίδα ''Ελληνικό Αίμα'' διέδιδαν ευθαρσώς λαϊκιστικά αποκυήματα της φαντασίας τους: 


'Ας σημειωθεί οτι ο Ράλλης δώρισε στον γεροντικό του έρωτα, μια ζώνη από πλατίνα, αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων. Έτσι, ενώ ο λαός υποφέρει από την πείνα, ο πρωθυπουργός παριστάνει τον ''γενναιόδωρο'' εραστή.'' 


''Διεθόθη [...] τις τελευταίες μέρες, οτι ο Γιάννης Ράλλης κατόρθωσε με ''δημοκρατικό ειδικό νόμο'' να τελέσει τον τέταρτο γάμο του, νυμφευθείς την Ελένη Παπαδάκη''. 

Όλα αυτά προκαλούσαν, δικαιολογημένα σε κάποιο βαθμό, το λαϊκό αίσθημα. Μέρες μετά τη δολοφονία της Ε.Π., οι δήμιοι θα έψαχναν απεγνωσμένα στο σπίτι της, για την ...υποθετική πλατινένια ζώνη που της χάρισε σύμφωνα με τα δημοσιεύματα ο πρωθυπουργός.. Αντ' αυτής, οι πλιατσικολόγοι, βολεύτηκαν τελικά μόνο με μια γούνα. 


Οι τελευταίες της ημέρες (Δεκέμβρης 1944) 


(Απόσπασμα από την 'Ελένη Παπαδάκη' του Πολύβιου Μαρσάν) 

Πρωτομηνιά... 1 Δεκεμβρίου 1944. Η Ελένη και η Αιμιλία (Καραβία) στέκονται μπροστά στην μπαλκονόπορτα που άνοιγε στην μεγάλη βεράντα στο διαμέρισμα της Ελένης στην οδό Ιακωβίδου, απ'όπου φαινόταν ο κάμπος ώς την Πάρνηθα και το Αιγάλεω. Με τα αιώνια μελαγχολικά της μάτια, η Ελένη κοίταζε σιωπηλή πρός τα βουνά. Η Αιμιλία, παρακολουθώντας το βλέμμα της, είπε: 


-Σήμερα πρωτομηνιά,σαν τα ψηλά βουνά να'ναι η τύχη σου και η ζωή σου.. 


-Η ζωή μου; ρώτησε εκείνη και σκύβοντας στην παλάμη του αριστερού χεριού της ακολούθησε με τον δείκτη του δεξιού, την γραμμή της ζωής της. Κοίταξε τι μικρή είναι η ζωή μου! Με όλες τις ευχές που με βάζετε να κάμω κάθε πρωτομηνιά στα ψηλά βουνά και στο καινούριο φεγγάρι, η ζωή για μένα είναι πάντα πικρή! Ευτυχώς που θα τελειώσει γρήγορα... 


Και την κοίταξε στα μάτια σαν να ζητούσε παρ'όλ'αυτά μια διάψευση από την Αιμιλία. 


Δύο εικοσιτετράωρα μετά, την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, άρχισαν στην Πλατεία Συντάγματος τα τραγικά γεγονότα. 


* * * 


Ο Δημήτρης Μυράτ, στο τελευταίο βιβλίο του θυμήθηκε την ημέρα εκείνη: 


''Τη μέρα που ξέσπασε το Δεκεμβριανό κίνημα του'44, ήταν μια Κυριακή. Ξεκίνησα ποδαρόδρομο ώς τα Πατήσια - είχαμε συνηθίσει στην Κατοχή την έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων - να πάω στην παράσταση του ΡΕΞ. Δεν είχαμε μάθει πως το πρωί στο Σύνταγμα είχε χυθεί το πρώτο αίμα. Φτάνοντας στο μακαρίτικο θέατρο 'Παπαιωάννου'' άκουσα κάτι συναδέλφους να μου φωνάζουν ''Που πάς, δεν υπάρχουν παραστάσεις!''. Γύρισα πίσω, φυσικά με το ίδιο συγκοινωνιακό μέσο. Στην οδό Ιακωβίδου όπου μέναμε κι οι δυό, απάντησα την Ελένη έξω απ'το σπίτι της. Της είπα τα νέα: ''Πήγαινε κάπου να κρυφτείς, φοβάμαι μη σε βρεί κακό''. Έγινε θηρίο ανήμερο. Πρώτη φορά την είδα έτσι στα τόσα χρόνια της στενής μας φιλίας ''Είσαι και συ από κείνους που με λένε δωσίλογη!'', φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της, που δεν έχανε την μαγεία της ακόμα κι όταν ήταν οργισμένη. Δεν τόλμησα να της αντιμιλήσω. Λιγες μέρες πρίν, στο Θέατρο Διονύσια, της Πλατείας Συντάγματος είχε οργανωθεί από το Σωματείο των ηθοποιών μια γενική συνέλευση με σκοπό την δίκη των δωσίλογων ηθοποιών.'' 




* * * 

Οι κάτοικοι του τέρματος Πατησίων ήταν αποκομμένοι απο το κέντρο της πόλης,οπου ξέσπασαν οι πρώτες μάχες. Στην περιοχή τους υπήρχε ησυχία παρ'οτι στους δρόμους κυκλοφορούσαν ελασίτες και τις επόμενες μέρες ακουγόταν που και που κάποιος πυροβολισμός. Τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν, και στην όλη περιοχή δύσκολα εύρισκε κανείς κάποιο κουνουπίδι, ένα αυγό ή λίγα πορτοκάλια. Ηλεκτρικό δεν υπήρχε, τα δωμάτια φωτίζονταν τα βράδια με λάμπες πετρελαίου ή με κεριά ή λυχνάρια. Οι κάτοικοι της περιοχής για να σπάσουν τη μονοτονία, μαζεύονταν σε μικρές παρέες στα γειτονικά σπίτια εναλλάξ, παίζαν χαρτιά ή συζητούσαν, τί άλλο, τα πολιτικά γεγονότα των ημερών,και τα επακόλουθά τους. Φτάνουν στ'αυτιά τους τα νέα για τις οδομαχίες στο κέντρο της Αθήνας, από τους όλμους, από τις καταστροφές και τις ανατινάξεις σπιτιών και τετραγώνων, από τους πρώτους νεκρούς από τις αδέσποτες, και απο τις απαγωγές και τις εξαφανίσεις ατόμων- στην αρχή μεμονομένων περιστατικών, που με την πάροδο των ημερών πλήθαιναν. 


Κατηφορίζοντας την Ιακωβίδου από την Πατησίων, διέσχιζε κανείς τις δύο κάθετες, την οδό Τσίλλερ και την οδό Θεοτοκοπούλου. Τρίτη κάθετος, η οδός Ζερβού. Στην γωνία δεξιά, αριθμός 28 της οδού Ιακωβίδου, η διόρωφη μονοκατοικία της οικογένειας Παπαδάκη. Δίπλα ακριβώς, επί της οδού Ζερβού 72, το σπίτι της Αιμιλίας Καραβία. Και στην Χρυσοστόμου Σμύρνης το σπίτι του Δημήτρη Μυράτ. 


Κολλητά, έμενε η χήρα του Αλέξανδρου Κορυζή, διαδόχου του Μεταξά, που αυτοκτόνησε με την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα. Η κόρη του, Μαρίκα Κορυζή, ήταν παιδική φίλη της Ελένης. 


Στο σπίτι της οικογένειας Παπαδάκη έμενε το 1944 ο αδερφός της, Μιχάλης Παπαδάκης με την σύζυγό του Τεό. Σε ξεχωριστό όροφο φιλοξενούνταν ο αδερφός της Τεό, Μάρκος Φουντουκάς. Είχε έρθει από τη Ρουμανία στην Ελλάδα για να ορθοποδήσει οικονομικά. ''Ήταν οπωσδήποτε ερωτευμένος με την Ελένη κι αυτός, γιατί όλοι την ερωτευονταν'', θυμάται η γειτόνισσα κα.Παπαληγούρα. Δίπλα έμενε η Αιμιλία Καραβία, που φιλοξενούσε στο σπίτι της κρυφά έναν εβραίο φίλο της, τον Σάμ Μπράντενμπεργκ, με τον οποίο η Ελένη Παπαδάκη είχε όπως έλεγε ''μεγάλο δεσμό'', ίσως ερωτικό, ίσως φιλικό-ποιός ξέρει; Η μητέρα της Ελένης Παπαδάκη ζούσε ακόμα, και μαζί με τον συντηρητικό αδελφό Μιχάλη, έβλεπαν με μισό μάτι τις εξόδους της Ελένης στα κατοχικά χρόνια. 


Η φίλη της, Μαρίκα ''Μπούμπα'' Κορυζή, ήταν συνδεδεμένη με το αντάρτικο και την Κομαντατούρ,και συχνά έβρισκε καταφύγιο στο σπίτι της Ελένης ή της Αιμιλίας στα δύσκολα. Η Ελένη, η Αιμιλία, η Μπούμπα, ο Σάμ , ήταν μια παρέα που πάσχιζε να κρατήσει την αισιοδοξία της στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Συχνά έφερναν μαζί τους τον μαέστρο Γιάννη Σπάρτακο, και τραγουδούσαν. Της Ελένης, άρεσε πολύ να κουλουριάζεται στο ντιβάνι ακούγοντας τον Γιάννη να παίζει πιάνο και να τραγουδά. Συχνά έπαιζε κι εκείνη πιάνο για τους φίλους της, και τραγουδούσε την επιτυχία της εποχής με ζωντάνια : ''Θα σε πάρω να φύγουμε.. σ'άλλη γή, σ'άλλα μέρη..''' 


Τα πρωινά, η Ελένη έβγαινε στην αγορά στα Πατήσια, για να αναζητήσει τρόφιμα για τον επισιτισμό της οικογένειας. Τις μέρες εκείνες του Δεκέμβρη, ο συνάδελφός της Διονύσης Θάνος, την έβλεπε να συχνάζει στην αγορά, από μαγαζί σε μαγαζί, παρά την παρουσία των ελασιτών στους κεντρικούς δρόμους. Υπέθετε λοιπόν οτι είχε αποκατασταθεί η φήμη της, για να μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερα εκεί.. 


Άλλα άτομα από τον περίγυρό της ανησυχούσαν λίγο παραπάνω. Ο ηθοποιός Χαράλαμπος Πλακούδης της συνέστησε να μην παρουσιάζεται πολύ για να μην γίνει στόχος, ενώ ο δικηγόρος Νίκος Θηβαίος, της πρότεινε να μετακομίσει σε μια πιο ασφαλή γειτονιά-ίσως στο Κολωνάκι. Εκείνη δεν έδωσε σημασία, παρότι είχαν γίνει ήδη έξι συλλήψεις γύρω από την γειτονιά της στα μέσα του Δεκέμβρη.. 

Ατάραχη, απαντούσε σε όποιον την συμβούλευε να φυλαχτεί: 


'Μα γιατί να φύγω; Τι έχω κάμει; Επείραξα ποτέ κανένα; Επειδή έσωσα ανθρώπινες ζωές στην Κατοχή, είναι ποτέ δυνατόν να έχω τον παραμικρότερο φόβο; Ας με πιάσουν, και να δούμε τι κακό έκαμα. Εξάλλου όταν περάσουν αυτές οι ταραγμένες μέρες, θα μου δοθεί ασφαλώς η ευκαιρία να βάλω πολλά πράγματα στην θέση τους. Θα μείνω να ξεκαθαρίσω αυτή την κατάσταση, να ιδώ τι έχουν μαζί μου. Γιατί να φύγω λοιπόν;'' 


* * * 
Όλη η γεμάτη ευθύτητα ζωή της Ελένης, κορυφώθηκε με την τελευταία αυτή στάση της, την εποχή του φόβου και της τρομοκρατίας. Με ήσυχη τη συνείδηση παρέμεινε στα Πατήσια, ενώ πολύς κόσμος από την ΕΑΜοκρατούμενη ζώνη δραπέτευσε πρός το Κολωνάκι. Πολλοί διερωτήθηκαν αργότερα, πώς και γιατί δεν διέφυγε κι εκείνη, και το θεώρησαν απρονοησία και κακή εκτίμηση της κατάστασης, ενώ για την Ελένη ήταν μια πράξη συνέπειας πρός όλη τη ζωή της. Το πόσο διέφερε η Ελένη από τους άλλους το απέδειξε το γεγονός οτι δεν ζήτησε να διαφύγει ή να κρυφτεί... 


Σαν την Αντιγόνη.. 


Η σύλληψη κι η εκτέλεση (21 Δεκεμβρίου 1944) 


(Η διήγηση από τον Πολύβιο Μαρσάν) 


21 Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη. Ξημέρωσε με έναν μολυβένιο ουρανό κι ένα τσουχτερό κρύο. Τη νύχτα ένα μακρινό ουρλιαχτό σκύλου, είχε κρατήσει την Ελένη αρκετή ώρα ξύπνια και την είχε γεμίσει ανησυχία. Αντίθετα με την συνήθειά της, σηκώθηκε πολύ νωρίς και ετοιμάστηκε με ξεχωριστή επιμέλεια. Όχι οτι δεν το συνήθιζε, αλλά τις μέρες εκείνες μπορούσε να θεωρηθεί ίσως σα μια περιττή πολυτέλεια. Αφού έκανε το μπάνιο της, φόρεσε καινούρια εσώρουχα και ένα καινούριο ζευγάρι μεταξωτές κάλτσες. Όταν κατέβηκε να δεί τους δικούς της, φορούσε καφέ φουστάνι, καστόρινα παπούτσια, ένα σκουφάκι που έμοιαζε σαν αυτά 

που φοράνε οι καθολικοί καπουτσίνοι και γούνινο παλτό. 


Εκείνη την ώρα είχε έλθει από απέναντι η κα Παπαληγούρα να αναγγείλει στην οικογένεια Παπαδάκη οτι στο τέρμα Πατησίων πουλούσαν κουνουπίδια, αν ενδιαφέρονταν ν'αγοράσουν κι εκείνοι. Της έκανε εντύπωση η περιποιημένη εμφάνιση της Ελένης τόσο πρωί και την ρώτησε πώς και τέτοια ώρα ήταν έτοιμη. Η Ελένη προφανώς, από το έντονο προαίσθημα που την κατείχε, της απάντησε γαλλικά: 



-Je suis prete pour toute eventualite (Είμαι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο). 


Μετά βγήκε για ψώνια προσπαθώντας να βρεί λίγο μέλι, αλλά γύρισε άπρακτη μιας και το πολύτιμο εμπόρευμα που αναζητούσε για την μητέρα της είχε ήδη εξαντληθεί. Γενικά όλη η γειτονια παρουσίαζε μεγάλη στέρηση τροφίμων. Πετάχτηκε μετά απέναντι, στην γειτόνισσά της Μπούμπα Κορυζή και της πήρε λίγους κύβους ζάχαρη από ένα δέμα του Ερυθρού Σταυρού, γιατί συνήθιζαν να ανταλλάσσουν τέτοια σπάνια επισιτιστικά ευρήματα. Θυμάται η καΠαπαληγούρα οτι φεύγοντας η Ελένη της είπε οτι θα πήγαινε στου Δημήτρη Μυράτ , συμπληρώνοντας οτι είχε το προαίσθημα πως θα την συλλάβουν.Νωρίς μετά το μεσημεριανό φαγητό, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Μυράτ. Πρίν βγεί απ'το δωμάτιο της, χάιδεψε τα βιβλία της στην βιβλιοθήκη. 

-Άκουσα ότι ανατινάζουν σπίτια. Ας καταστραφεί το σπίτι μου, φθάνει να μην πάθουν τίποτα τα βιβλία μου.. 


Στο σπίτι του Μυράτ για ώρα έπαιζαν χαρτιά, ο Μυράτ, ο Σάμ και κάποιοι άλλοι κύριοι, όλοι τους γείτονες, ενώ ο Δημήτρης παρακολουθούσε, μιας κι ο ίδιος δεν ήταν χαρτοπαίκτης. Σ'ένα μικρό σαλονάκι στο πίσω μέρος, η Ελένη με την Αιμιλία Καραβία, την Χρυσούλα Μυράτ, και την Φωτεινή Λούη, συζητούσαν. 


Στο σπίτι των Παπαδάκη εκείνη την ώρα ήταν μόνο η μητέρα της Ελένης. Ο Μιχάλης είχε πάει για καφέ με τον κουνιάδο του, και η Τεό ήταν στης γειτόνισσας. Τρία τετράγωνα πιο πέρα, στα περιφερειακά γραφεία του ΕΑΜ, στη διασταύρωση Πολυλά και Μαρτζώκη, η ''λαϊκή αστυνομία'' του ΚΚΕ, η ΟΠΛΑ, με επικεφαλής της τον Ορέστη, αποφάσιζε την τύχη της Ελένης Παπαδάκη.. 


Αυτός ο Ορέστης, εικοσιτριών χρόνων άντρας, ήταν φύση εγκληματική, διεφθαρμένος και γυναικάς. Ένα αληθινό απόβρασμα της κοινωνίας, που μέσα στην ταραγμένη ατμόσφαιρα των Δεκεμβριανών, απέκτησε αξία και αξιώματα, και προέβει σε μια σειρά από λεηλασίες, πλιάτσικα και φόνους. 


Καλοπερνούσε, με τον υποδιοικητή του και τον βοηθό, και με τις διάφορες ερωμένες τους: έκαναν συλλογή από τα πολύτιμα τιμαλφή των μελλοθάνατων ελλήνων πολιτών, που τους εκτελούσαν κατά κανόνα στα Δυιλιστήρια της ΟΥΛΕΝ. Ωστόσο, η ηγεσία του ΚΚΕ, δήλωνε οτι -και ίσως πραγματικά να - αγνοούσε την ασύδοτη δράση του. Πρός το παρόν, η μόνη εναντίωση στις πράξεις του ήταν οι σύντροφοι-δήμιοι, με τους οποίους είχε μονίμως προστριβές ώς πρός τον διαμοιρασμό της λείας των νεκρών! Ήθελε τη μερίδα του λέοντος ο Ορέστης... 


Ο καπετάν Ορέστης, φαίνεται οτι ζήτησε εκείνο το απόγευμα τη σύλληψη της Ελένης Παπαδάκη. Στο γραφείο του ΕΑΜ υπήρχε ήδη μια λίστα με τα ονόματα των ''αντιδραστικών στοιχείων'' και το όνομά της ήταν μέσα, με τον προσδιορισμό ''η φιλενάδα του Ράλλη''. 


Ο Κώστας Μπιλιράκης, φοιτητής Ιατρικής, ανέλαβε το καθήκον να την συλλάβει. Μην γνωρίζοντας τον ακριβή τόπο κατοικίας της, έκανε στάση στην οδό Χρυσοστόμου και ρώτησε την υπηρέτρια του κομμουνιστή δικηγόρου Μακρή, Γεωργία, πρός τα πού να κατευθυνθεί. Σταμάτησε έξω απ'το σπίτι της Αιμιλίας Καραβία, και αυτή τη φορά η υπηρέτρια της Μίλιας, η Αργυρώ, τον έστειλε στο διπλανό σπίτι. Βρήκε την Αικατερίνη Παπαδάκη, που εκείνη την ώρα διάβαζε στο ανοιχτό παράθυρο. Την ρώτησε άγρια: 


-Που είναι η Ελένη Παπαδάκη; 

-Δεν είναι σπίτι αυτή τη στιγμή. 


-Πού είναι και τι ώρα θα γυρίσει; 


-Δεν ξέρω που είναι,μα θα γυρίσει κατά τις εφτά. Μια στιγμή να ρωτήσω. 


-Όχι. Κάτσε εκεί που είσαι, γιατί στην άναψα! 


Βλαστημώντας και απειλώντας συνέχισε. 



-Εδώ πολιτοφυλακή του ΕΑΜ! Πού είναι η Ελένη Παπαδάκη; 


-Δεν ξεύρω,σας είπα. Βγήκε απ'το σπίτι. Τι συμβαίνει; 



Βλέποντας τον Μπιλιράκη έτοιμο να σκαρφαλώσει στο παράθυρο, η γρια-Παπαδάκη κατέβασε απότομα το ρολό του παραθύρου. Βγήκε από το πορτάκι της κουζίνας, κι έτρεξε στο σπίτι της Καραβία για βοήθεια. Στην αυλή μεταξύ των δύο σπιτιών βρήκε 

τον Μιχαλακόπουλο. 



-Βοηθήστε με κύριε. Κάποιος με κυνηγά με το πιστόλι να με σκοτώσει! 



-Μήν κάνετε έτσι κυρία, κάποιον θα καταζητεί, απάντησε αυτός με απάθεια. 


Ο Μπιλιράκης εμφανίστηκε και πάλι και άρπαξε την γριούλα από το μπράτσο, κραδαίνοντας το πιστόλι. Τη σκηνή είδε η νύφη της, Τεό Παπαδάκη που έτρεξε να ρωτήσει τι συμβαίνει. Μέσα στον πανικό της, η Τεό φανέρωσε στους ''πολιτοφύλακες''' οτι η Ελένη βρισκόταν στο σπίτι του Μυράτ. Ο Μυράτ, ήταν μέλος του ΕΑΜ, και ήλπισε οτι εκείνος θα βοηθούσε. Ο Μπιλιράκης κατευθύνθηκα προς το σπίτι του Μυράτ, ενώ ο Μιχαλακόπουλος έμεινε πίσω στο σπίτι της Καραβία, κρατώντας την γρια-Παπαδάκη, όμηρο. Πέντε το απόγευμα, ο Μπιλιράκης εισέβαλλε στην οικία Μυράτ. Οι άντρες,που έπαιζαν χαρτιά, έντρομοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά. 



-Την Ελένη Παπαδάκη! Που είναι η Ελένη Παπαδάκη; Σας συλλαμβάνω όλους, μπρός, πάμε στην Πολιτοφυλακή. 



Οι φωνές και η φασαρία έφτασαν μέχρι το δωμάτιο όπου ήταν οι γυναίκες. Η οικοδέσποινα, Χρυσούλα Μυράτ, προσπάθησε να φυγαδεύσει την Ελένη, υποδεικνύοντας της να πηδήσει απ'το παράθυρο και να βγεί στον κήπο. Η Παπαδάκη, διατηρώντας την γαλήνη της, αρνήθηκε αυτή τη λύση: 



-Γιατί να πηδήσω; Θα πάω να δώ τι με θέλουν.. 



Ο Μπιλιράκης, απασχολημένος με την σύλληψη των ανδρών, είδε έκπληκτος το θύμα του να ανοίγει την πόρτα και να παρουσιάζεται μπροστά του. 



-Εδώ είμαι,κύριε. Τι θέλετε; Εγώ είμαι η Ελένη Παπαδάκη.. 



-Ακολούθησέ μας στην πολιτοφυλακή για μια ανάκριση.. 

Ο Δημήτρης Μυράτ, βλέποντας τον φόβο που σπείρει το ύφος του Μπιλιράκη, παίρνει το λόγο: 


-Μήν κάνεις έτσι! Εγώ ανήκω στο ΕΑΜ. Θα σε ακολουθήσουν,όλοι.. 



* * * 

Οι πολιτοφύλακες, επιλέγουν να πάρουν μαζί τους ώς συλληφθέντες την Ελένη, τον Σάμ, την Αιμιλία και τον Δημήτρη Μυράτ, και κατηφορίζουν την οδό Ιακωβίδου, σαν σε πομπή. Περνώντας έξω από το σπίτι των Παπαδάκη, η μητέρα της την ατενίζει απ'το παράθυρο, χωρίς να μπορεί να φανταστεί οτι αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα την δεί ζωντανή. Επόμενη στάση, τα γραφεία του ΕΑΜ. 



Στα γραφεία του ΕΑΜ, ο Δημήτρης Μυράτ συναντά έναν παλιό του φίλο ελασίτη, και συζητούν με οικειότητα. Ύστερα ο Δημήτρης, εξηγεί στην Αιμιλία που είναι ανήσυχη, οτι θα κρατήσουν την Ελένη για μια ''εξονυχιστική ανάκριση'', κι έπειτα θα την αφήσουν ελεύθερη. 


Ένα τέταρτο μετά βγαίνουν στο δρόμο. Ο Μπιλιράκης, λέει στην Ελένη οτι την είχε δεί στο θέατρο, χρόνια πρίν, στο έργο Ζακυνθινή Σερενάτα. Στη διασταύρωση Πατησίων και Ροστάν, ο Δημήτρης Μυράτ, αφήνει την Ελένη με την Αιμιλία να συνεχίσουν το δρόμο τους με τον πολιτοφύλακα, και γυρίζει στο σπίτι του. Ενώ ο Μυράτ απομακρύνεται, ο Μπιλιράκης κάνει γνωστές τις προθέσεις του στην Αιμιλία εν είδει συμβουλής: 



-Καλό είναι να μην πάς και σύ στην Πολιτοφυλακή. Τι τα θές, τι τα γυρεύεις!.. 



-Απορώ πως μπορείς να διανοηθείς οτι είναι δυνατόν να αφήσω μόνη της την Ελένη! απάντησε με κατάπληξη η πιστή της φίλη. 


Φτάνοντας στο κτίριο της πολιτοφυλακής, οι δύο γυναίκες μπαίνουν μέσα συνοδευόμενες απ'τον Μπιλιράκη και τον Μιχαλακόπουλο. Τις παραδίδουν,και φεύγουν για έρευνα στα σπίτια και των δύο. Η Ελένη κάθεται σε μια πολυθρόνα και χαϊδεύει τον σκύλο της, Μπόντζο. Το σκυλί την είχε ακολουθήσει από το σπίτι μέχρι εδώ, και στη διαδρομή ένας ελασίτης προσπάθησε να το απομακρύνει εκνευρισμένος, προκαλώντας τα παράπονα της Ελένης για την συμπεριφορά του στο ζώο.. Μόλις περάσουν είκοσι λεπτά, κάποιος υποδεικνύει στην Αιμιλία να γυρίσει σπίτι της, και να έρθει πάλι, αργότερα το βράδυ για να φέρει τροφή στην κρατούμενη.. 



Όταν η Αιμιλία θα γυρίσει στο σπίτι του Μυράτ, ο Σάμ, που ήταν κι αυτός προσωρινά κρατούμενος, την προειδοποιεί να μην γυρίσει στο σπίτι των Παπαδάκη, γιατί τα ονόματα ολόκληρης της οικογένειας και κάποιων γειτόνων, είναι στη λίστα των καταζητούμενων της πολιτοφυλακής. 



Στο σπίτι της Ελένης η κατάσταση είναι κωμικοτραγική: οι ελασίτες κάνουν το σπίτι άνω κάτω, αναζητώντας ... όπλα, γιατί οι ''πληροφορίες'' τους, θέλουν την οικία μιας ηθοποιού ...άντρο ενός υποτιθέμενου αντιστασιακού κινήματος! Δεν βρίσκουν τίποτα από οπλισμό,και το γυρίζουν στο πλιάτσικο. Ζητούν εναγωνίως τα κοσμήματα και τα πανάκριβα δώρα, που σύμφωνα με την αριστερή πλύση εγκεφάλου είχε κάνει δώρο στην ''ερωμένη'' του ο Ράλλης! Αλλά δεν βρίσκουν ούτε και από αυτά.. Φιάσκο η υπόθεση... 



* * * 

Στα ερωτήματα που όπως είναι φυσικό, έκαναν η Αιμιλία και η μητέρα-Παπαδάκη στους ελασίτες που έχουν εγκατασταθεί στα σπίτια τους, δηλαδή ΓΙΑΤΙ πιάσανε την Ελένη, αφού δεν ήταν μόνο μεγάλη ηθοποιός, αλλά και εξαίσιος άνθρωπος, όπως θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν και οι συνάδελφοί της, ο Μπιλιράκης απαντά: 



-Μα... οι συνάδελφοί της, ηθοποιοί, την κατέδωσαν! 



Η Αιμιλία σχολιάζει, οτι όντως υπήρξαν ορισμένοι που την συκοφαντούσαν από τους συναδέλφους της. 



-Μια φορά, αυτοί της την σκάσανε! απαντά αυτολεξί, ο Μπιλιράκης. 



Ο Σάμ που παρακολουθούσε άναυδος τη συζήτηση, ακούει τον Μιχαλακόπουλο να συμπληρώνει: 



-Την έφαγαν οι συναδέλφοί της! 



* * * 

Η Ελένη θα μεταφερθεί στον πρώτο όροφο της πολιτοφυλακής, όπου κρατούνται γυναίκες αξιωματικών της αστυνομίας ή της χωροφυλακής του 16ου τμήματος της περιοχής. Ο συνοδός της Ελένης, άνοιξε την πόρτα, και με δόση ειρωνίας σύστησε στις φυλακισμένες την καινούρια κρατούμενη: 



-Έχετε την τιμή να δεχτείτε μεταξύ σας μια μεγάλη κυρία, την Ελένη Παπαδάκη. 


Η κα Χριστοδουλοπούλου, συγκρατούμενη της Ελένης και θαλαμάρχης του κελιού, διηγήθηκε τις τελευταίες ώρες της μεγάλης ηθοποιού στην οικογένειά της, αμέσως αφότου την άφησαν ελεύθερη. Από αυτήν γνωρίζουμε πώς πέρασε η Ελένη Παπαδάκη εκείνο το βράδυ, ελάχιστες ώρες πρίν τη δολοφονία της. 


Το ηθικό της ήταν ακμαίο, ήταν περιττή κάθε ενθάρυνση από τις κυρίες που φιλοξενούσε το κελί. Ετσι, αντί εκείνες να της δίνουν κουράγιο, εμψυχώνονταν οι ίδιες από τα λόγια και την μαγική ομιλία της Παπαδάκη. Η Ελένη ήταν πεπεισμένη οτι η σύλληψή της ήταν αποτέλεσμα δολοπλοκιών που της είχαν στήσει οι συνάδελφοί της από το Εθνικό Θέατρο, και ανυπομονούσε για την ώρα της δίκης, όπου θα ξεκαθάριζε τη θέση της και θα ερχόταν αντιμέτωπη με τους κατήγορούς της πρόσωπο με πρόσωπο. 


Γέμισε τις ώρες τους μιλώντας για το Θέατρο. Τους έλεγε για τις τραγωδίες που είχε παίξει: Εκάβη, Αντιγόνη, Ιφιγένεια.. και για την Μήδεια, που θα ήταν ο επόμενος μεγάλος ρόλος της.. Ωστόσο κάθε τόσο, εξάφραζε την αγωνία της, αδημονούσε να'ρθει η ώρα της ανάκρισης, αναρωτιόταν γιατί ακόμα δεν την καλούσαν για απολογία.. 


Γύρω στις εφτάμιση με οκτώ το βράδυ, παρουσιάστηκε στα γραφεία της Πολιτοφυλακής ο Μπιλιράκης. Δεν είχε κατορθώσει να βρεί στοιχεία ενοχοποιητικά για να στηρίξει κατηγορίες εναντίον της Παπαδάκη. Ούτε όπλα βρέθηκαν, ούτε δώρα αξίας από τον Ράλλη, και τα μόνα τεκμήρια της προδοσίας της Ελένης Παπαδάκη στην πατρίδα της, ήταν κάποιες κίτρινες φυλλάδες του ανεπίσημου Τύπου, που μιλούσαν για τους φανταστικούς γάμους της με τον Ράλλη! 



* * * 

Αργά τη νύχτα η Αιμιλία Καραβία επισκέφθηκε την πολιτοφυλακή. Ο υπεύθυνος, ένας πενηντάρης, απρόθυμος εντελώς να την εξυπηρετήσει, είχε διάθεση για χιούμορ. Όταν η Αιμιλία τον ρώτησε με ποιόν έχει να κάνει της απάντησε: 


-Είμαι ο Μαρά της Γαλλικής Επανάστασης! 


Στο αχνό φώς μιας λάμπας, ο ''Μαρά'' έδειξε στην Αιμιλία τον φάκελο της δικογραφίας, της υπόθεσης Παπαδάκη. Επανέλαβε κι αυτός, όπως και οι άλλοι, οτι η Ελένη Παπαδάκη ήταν απλώς θύμα καταγγελιών μιας ομάδας ηθοποιών. Έπειτα από πολλά παρακάλια από την Αιμιλία, έδωσε διαταγή να κατεβάσουν την κρατούμενη για επισκεπτήριο. 


Ήταν η τελευταία συνάντηση της Ελένης με κάποιον δικό της. Κι ήταν πολύ σύντομη. 


Η Αιμιλία της έδωσε μια κουβέρτα, λίγο γάλα, δύο αβγά, τις βιταμίνες της και ένα μυθιστόρημα αστυνομικό, με τίτλο Villa Marguerite που το διάβαζε, και που το είχε αφήσει στο κρεβάτι της, πρίν φύγει για το σπίτι του Μυράτ το απόγευμα εκείνο.. 


Τις διέκοψε ένας επισκέπτης. Το όνομά του Πάνος Καραβουσάνος. Η Ελένη είχε φροντίσει να μπεί το παιδί του στα κατοχικά συσσίτια κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ήταν ελασίτης, και πέρασε απ'την πολιτοφυλακή για μια δική του υπόθεση, όταν έμαθε οτι κρατούνταν εκεί η Ελένη Παπαδάκη. Της φίλησε το χέρι και την χαιρέτησε. Ύστερα ήταν η στιγμή του αποχωρισμού. Η Ελένη αποχαιρέτησε την Αιμιλία που έφευγε με αυτά τα λόγια: 




-Καλά που σε είδα.. Είχα αγωνία να βρώ τρόπο να σας ειδοποιήσω να μην ανησυχείτε για μένα. Είμαι πολύ καλά εδώ. Μην έχετε καμμίαν έγνοια. 


Ενώ οδηγούσαν την Ελένη πίσω στο κελλί της, η Αιμιλία ικέτευσε και πάλι τον υπεύθυνο, να την αφήσει να περάσει το βράδυ κοντά στη φίλη της. Εκείνος έκανε νόημα με τα μάτια σ'έναν άντρα που στεκόταν δίπλα. Ο άντρας έγνεψε αρνητικά. Έκανε μεγάλη εντύπωση στην Αιμιλία η βλοσυρότητα των προσώπων τους. Τελικά την έπεισαν να φύγει, λέγοντάς της πως είναι περιττό- μέχρι το επόμενο μεσημέρι, η Ελένη θα αφηνόταν ελεύθερη.. 



* * * 

Μέσα στα μεσάνυχτα οι ελασίτες διάλεξαν την ώρα για να ξεκινήσει η ανάκριση. Δύο άντρες, εκ των οποίων ο ένας λεγόταν Τάκης και ήταν ..καρβουνιάρης στο επάγγελμα, την οδήγησαν στο χώλ, που ήταν και το ανακριτικό γραφείο! (Ο καρβουνιάρης σε ρόλο ανακριτή και φρουρού του Δικαίου! Το όραμα της Αριστεράς!) 



Η κ.Χριστοδουλοπούλου κατάφερε να ακούσει κομμένους διαλόγους πίσω απ'την κλειστή πόρτα: 



-Πού είναι η κυρία Ράλλη; 


-Πότε έκανες τους γάμους σου; 


Η Ελένη έπρεπε κάτι ν'απαντήσει σ'αυτά τα παράλογα.. 


-Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε! Ο πατέρας μου ήταν φίλος με τον κύριο Ράλλη. 


-Άσ'τα αυτά! Να τι λέει το φυλλάδιο! 


- Άν ήταν έτσι θα φοβόμουν, δεν θα είχα μείνει εδώ. Θα πήγαινα στο κέντρο να κρυφτώ. Μα, άλλωστε έχει νέα και όμορφη γυναίκα! 


Ο Τάκης ο καρβουνιάρης, θέλοντας να δείξει οτι δεν παίρνει απο ψευτιές την πλησίασε και την χαστούκισε. 


-Πιστέψτε με, δεν σας λέω ψέμματα! Αφήστε με να σας φέρω αύριο μαρτυρίες ανθρώπων που έσωσα! Δεν ήξερα οτι θα με πιάνατε, αλλιώς θα έφερνα τις αποδείξεις.. 



-Δε τ'αφήνεις αυτά; Δεν μας λές καμμιά αλήθεια καλύτερα; 


-Φέρτε φώς να δείτε το πρόσωπό μου, να δείτε οτι λέω την αλήθεια, φέρτε φώς και θα καταλάβετε από μόνοι σας. 


- Είναι περιττό το φώς! Υπάρχουν αποδείξεις οτι είσαι η κυρία Ράλλη! Και τώρα πήγαινε! 



* * * 

Η Ελένη γύρισε στο θάλαμο των γυναικών, και παρ'όλο που την είδαν να κλαίει σιγανά ώς την ώρα που πλάγιασαν να κοιμηθούνε στο πάτωμα, δεν είχε χάσει το ηθικό της. Θα'ταν μεσάνυχτα όταν ξαναμπήκε ο Τάκης στο δωμάτιο και φώναξε δύο ονόματα, της Ελένης Παπαδάκη και της Νιόβης Χαριτάκη, ψάχνοντάς τις μ'ένα καντήλι. 



-Εμπρός σηκωθείτε! 


-Τι με θέλετε; Που θα με πάτε; Μια στιγμή να βάλω το παλτό μου. 

Και καθώς η Ελένη φορούσε τη γούνα και το σκουφάκι της ο Τάκης είπε: 


-Θα σε ανακρίνουμε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. 


Η άλλη γυναίκα, η Νιόβη Χαριτάκη ήταν ένα κορίτσι γύρω στα είκοσι και εφτά μηνών έγκυος. Την είχαν συλλάβει στις 18 Δεκεμβρίου μαζί με την αδελφή της, Μαρίκα, με την κατηγορία οτι ο πατέρας τους ήταν διευθυντής της Ούλεν [....] 


Η Νιόβη γνώριζε καλά οτι επρόκειτο να την εκτελέσουν. Η Ελένη όμως όχι. Το κορίτσι άρχισε να κλαίει με λυγμούς μαθαίνοντας οτι έρχεται η ώρα του θανάτου της, και η Ελένη με όση ψυχραιμία της είχε απομείνει και διαισθανόμενη και την δική της μοίρα, την εμψύχωσε: 



-Μη φοβάσαι,Νιόβη. Ο θάνατος απ'τη ζωή είναι μόνο ένα σκαλί.. 


Η καΧριστοδουλοπούλου συνόδευσε τις δύο γυναίκες μέχρι το ισόγειο και εκεί τις παρέδωσε στους ελασίτες. Πρίν την πάρουν, ζήτησε από τη Χριστοδουλοπούλου να ενημερώσει τους συγγενείς της όταν εμφανιστούν, για την μεταφορά της στο στρατόπεδο. 

Δεν φανταζόταν, ή δεν ήθελε να δεχτεί; 



* * * 

Στο γκαράζ της πολιτοφυλακής περίμενε στημένη μια μαύρη Φόρντ. Η Ελένη κούμπωσε καλά το γούνινο παλτό της γιατί το πρωινό κρύο ήταν διαπεραστικό. Πρώτα κάθισε η Χαριτάκη, και μετά επιβιβάστηκε η Ελένη. Τρείς άντρες και ο οδηγός φρουρούσαν δύο άοπλες γυναίκες.. Άγνωστο τι ειπώθηκε στη διαδρομή. Κανείς δεν θα το μάθει, ποτέ. 



''Να φοβάσαι το σίδερο και το νερό!'' της είχαν πεί πρίν χρόνια, διαβάζοντας τη μοίρα της. Φοβόταν τότε για πιθανό τραυματισμό από αιχμηρά σίδερα στη θάλασσα.. Το Νερό και το Σίδερο. Τα Δυιλιστήρια και η Σφαίρα. 

Πόσο κοντά ήταν! 




* * * 

Ο Βλάσσης Μακαρώνας, ήταν ο ωμός εκτελεστής της Ελένης Παπαδάκη. Πρίν γίνει ο δήμιος της Ελένης ήταν ένας μπακάλης από τους Ποδαράδες. Ο καπετάν Ορέστης, ήταν φυσικά ο επόπτης στο μεγαλειώδες έργο των δημίων του, Στέφανου Λιόλιου, Πέτρου Τζογανάκη, Ιωάννη Κουκούτση. 


''Μου την έφεραν σε ταξί.'' διηγήθηκε ο Μακαρώνας. ''την είχαν στριμωγμένη οι άνθρωποι της πολιτοφυλακής. Ήταν τυλιγμένη στο γούνινο παλτό της γιατί έκανε διαβολόκρυο. '' 


Μετά από την Ελένη Παπαδάκη είχαν σειρά επτά χωροφύλακες πρός εκτέλεση. Και ο αριθμός τους αυξάνονταν μέχρι το πρωί. Γι'αυτό έγιναν όλα βιαστικά. Τους κράτησαν προσωρινά στο κρατητήριο κι ύστερα ξεκίνησε η παρέλαση.. 




Οι μελλοθάνατοι παρήλαυναν μπροστά από τον καπεταν-Ορέστη ο οποίος τους γύμνωνε από τα πολύτιμα αντικείμενα.. Σταυρούς, βέρες, δαχτυλίδια.. Όταν ήρθε η σειρά της Ελένης, της αφαίρεσε δύο δαχτυλίδια και τη την ξαπόστειλε στην ομηρία. Όταν πέρασαν καμμιά δεκαριά άλλοι, του ήρθε επιφοίτηση: 



-Πώς είπε αυτή οτι τη λένε; Παπαδάκη; Δεν είναι αυτή που καταδίκασε το Σωματείο ελλήνων ηθοποιών;'' 



Κι έδωσε την διαταγή του θανάτου. 



* * * 

Το τέλος της άτυχης Ελένης ήτανε φοβερό. Ο Μακαρώνας την παρέλαβε μπροστά στον Ορέστη, ο οποίος είχε διατάξει την εκτέλεση με τσεκούρι, όπως γινόταν με τα άλλα πολυάριθμα θύματα. Την διέταξαν να γδυθεί ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της. Ετρεμε από το κρύο και το φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Εβγαλε την γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και όταν την διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπα ρούχα της αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και γόους. Ορμησαν τότε αφιονισμένοι πάνω της και μεσα σ’ ένα κατήφορο από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ένα ανοιγμένο λάκκο κι’ εκεί την έγδυσαν με την βία. 


Όμως, ποιός ξέρει τι συντελέστηκε εκείνη τη στιγμή μέσα στην ψυχή του δήμιου; Ενοχές; Αναλαμπή ανθρωπιάς; Οίκτος για την άδικη καταδίκη της; Τον συγκίνησε η γυναικεία αδυναμία, η ομορφιά, ή οι θρήνοι της; Όπως και να'χει, ο δολοφόνος της προτίμησε να της φυτέψει δύο σφαίρες στο σβέρκο. Ίσως ήταν τυχερή μές στην ατυχία της. 


Δεν βασανίστηκε περισσότερο. 


Και ο επίλογος του δράματος 

Για δύο μήνες η Ελένη έμενε αγνοούμενη. Κανείς δεν γνώριζε τι απέγινε και η απελπισία συγγενών και φίλων άγγιζε το ζενίθ. Ο αδελφός κι η κουνιάδα της, έβαλαν λυτούς και δεμένους για να ανακαλύψουν έστω ένα σημείο ζωής. Η Αιμιλία Καραβία ζήτησε από την Μαρίκα Κοτοπούλη να μεσολαβήσει στον ελβετό Λαμπέρ,του Ερυθρού Σταυρού, μήπως εκείνος λύσει την υπόθεση. Η Μαρίκα αγωνιούσε κι εκείνη και προσέφερε όποια βοήθεια μπορούσε.. Έψαχναν στις εφημερίδες για το όνομά της ανάμεσα στους ομήρους, στις λίστες φυλακών και νοσοκομείων.. Αλλά μάταια. Τα κακά προαισθήματα με τον καιρό πλήθαιναν, ώσπου να επιβεβαιωθούν. 

Η Μαρία Αλκαίου, κόρη της ηθοποιού Σαπφώς Αλκαίου θυμάται την αγωνία για την τύχη της Ελένης Παπαδάκη που είχε εξαπλωθεί και στον καλλιτεχνικό χώρο πιά. 




Διηγείται: 

''Θυμάμαι η μάνα μου, όταν ο Ρίτσος μπήκε στο σπίτι μας, αντί για καλημέρα του είπε, 


-Που είναι η Παπαδάκη; Που είναι η Παπαδάκη, Ρίτσο; 


Κατέβαζε το κεφάλι εκείνος. Δεν είχε ιδέα. Δεν ήξερε τίποτα. 

-Που είναι η Ελένη; Που είναι η Ελένη! Που είναι,Ρίτσο;επέμενε η μητέρα μου, αντί για καλημέρα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ..'' 




* * * 

Είχαν περάσει πάνω από δυο μήνες από τότε που έγινε η απαγωγή της Ελένης από το σπίτι των Μυράτ την 21η Δεκεμβρίου 1944 , όταν στις 26 Ιανουαρίου του Ιανουαρίου 1945 ο προιστάμενος του Β’ Νεκροταφείου στα πατήσια ειδοποίησε τον Σαμ Μπράντενμπουργκ, ότι κατά την εκταφή πτωμάτων που είχε αρχίσει στον περίβολο των Διυλιστηρίων της Ούλεν, κάτι τον ενδιέφερε. 




Ο Σαμ οδηγούμενος από τον Γελαδάκη , πιστοποίησε αυτή του τη ανακάλυψη: Σωστό ράκος αναγνώρισε την Ελένη Παπαδάκη που ήταν σε κοινό όρυγμα με τρις- τέσσερις άλλους. Σε μια κατηφόρα φυτεμένη με πεύκα ήταν ο λάκκος που βρέθηκε η Ελένη. Με μια κομπιναιζόν ανασηκωμένη γύρω από τον θώρακα, με τις ζαρτιέρες ζωσμένη στη μέση, η Ελένη αναγνωρίστηκε αμέσως. Μία σφαίρα στον αυχένα με διέξοδο στην αριστερή μετωπική χώρα είχε δώσει τέλος στο μαρτύριο της…Η βοηθός του καθηγητή Γεωργιάδη που έκανε την ιατροδικαστική εξέταση θυμόταν.. 



‘Εχω δή πολλά ως εκ του επαγγέλματος μου, αλλά τέτοια φρικτή κατάσταση δεν έχω ξαναδή..' 



* * * 

Όταν μαθεύτηκε ο θάνατος της μεγάλης ηθοποιού η Αθήνα και ο καλλιτεχνικός κόσμος βυθίστηκαν σε πένθος. 


Οι συγγενείς και οι φίλοι της Ελένης συνετρίβησαν, όπως είναι φυσικό από τον χαμό της. Ο αδελφός της Μιχάλης συγκέντρωσε αργότερα κείμενα και φωτογραφίες σχετικά με την Ελένη και εξέδωσε ένα βιβλίο στην μνήμη της. 



Η Αιμιλία Καραβία πέρασε τα επόμενα χρόνια σε βαθύ πένθος και απομόνωση. 

Ο Ιωάννης Ράλλης, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, κατέρρευσε κυριολεκτικά. 


Στις 25 Ιανουαρίου 1925 , Κυριακή πρωί έγινε η κηδεία της Ελένης, στην εκκλησία του Άγιου Γεώργιου Κυρίτση, μέσα σε κλίμα έντονης αγανάκτησης. Μερικοί συνάδελφοι και αληθινοί φίλοι της παραβρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Η Μελίνα Μερκούρη, ο Βασίλης Λογοθετίδης, Δημήτρης Χόρν, Σάμ Μπράντενμπουργκ, Άννα Καλουτά, Ανδρέας Φιλιππίδης και πολλοί άλλοι, την τίμησαν με το ειλικρινές τους πένθος. 


Ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε ένα επίγραμμα-αφιέρωση. Άνθρωποι του καλλιτεχνικού στερεώματος έβγαλαν λόγους πλημμυρισμένους από οργή εναντίον των συκοφάντων της που της κόστισαν τη ζωή. 


Ο Θεόδωρος Ανδρουδής είπε κι ..άστραψε : 

''Ξέρουμε καλά πως ο τόσο άδικος χαμός σου οφείλεται σε καλλιτεχνικό φθόνο. Αυτοί που σε ζήλευαν το έκαναν καθ'υπόδειξη. Σε φάγανε, γιατί δεν μπορούσαν να σε φθάσουν.'' 



Και ο Αχιλλέας Μαμάκης: 

''Είσαι ειδικότερα θύμα ενός χυδαίου και άπρεπου καλλιτεχνικού φθόνου. Και έφθασε ώς τη δολοφονία για να γλιτώσει από την συντριπτική σου υπεροχή. Τους έσβηνες απ'την σκηνή με την εμφάνισή σου, και σε σβήσανε απ'την ζωή για να μην σ'έχει το κοινό που σε λάτρευε, μέτρο σύγκρισης και υπεροχής. Επωφελήθηκαν αυτή την τραγική αναστάτωση άνθρωποι που θέλουν να λέγονται καλλιτέχνες, για να ικανοποιήσουν μονάχα προσωπικά ελατήρια.'' 




* * * 

Οι φοβεροί σφαγείς των Διυλιστηρίων της Ούλεν, οι φυσικοί αυτουργοί συνελήφθησαν δύο μήνες αργότερα τελείως συμπτωματικά. Μέσα σ’ ένα τράμ ένας επιβάτης αναγνώρισε ότι το πουλόβερ που φορούσε ένας τροχιοδρομικός υπάλληλος ανήκε σ’ ένα εκτελεσθέντα συγγενή του. Έτσι σιγά-σιγά συνελήφθη όλο το συνεργείο των δημίων. Η αναπαράσταση των εγκλημάτων έγινε στα τέλη Μαρτίου 1945 στον τόπο των εκτελέσεων και έφερε στο φώς τις φρικιαστικές λεπτομέρειες. 


Ο καπετάν Ορέστης δικάστηκε και εκτελέστηκε, κυρίως γιατί κράτησε τα λάφυρα απ'τους δολοφονημένους για τον εαυτό του, και μοίραζε τα κοσμήματα στις ερωμένες του, αντί να τα χαρίζει στο ταμείο του Κόμματος! 


Ο δήμιος της Ελένης, Βλάσσης Μακαρώνας, στην δίκη του έδωσε ρεσιτάλ κτηνώδους ψυχισμού, δηλώνοντας οτι μετάνιωσε, όχι τόσο για την εκτέλεση της Ελένης Παπαδάκη, αλλά πρωτίστως γιατί την γούνα της ηθοποιού την πήρε ώς λεία ο Ορέστης κι όχι ο ίδιος! 




* * * 

«…Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι (…) για να μπορέσουμε να ονομαστούμε χωρίς τύψεις, συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη (…). Χάσαμε ένα απ’ το πιο τρανά κι απ’ τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής-χάσαμε έναν καλό φίλο κι έναν ωραίο άνθρωπο (…). Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη…Ίσαμε επάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη. Μια λέξη ακόμα: 




συγχώρεσέ μας…» 



Αλέξης Σολομός, 28.11.1945